10%
προηγούμενα τεύχη | σύνδεσμοι | οδηγός πόλης | INFO in english  
  περιεχόμενα τεύχους    
 
 

Άντε γεια

Κάιρο, η μητέρα του κόσμου

του Νίκου Μελά

Κάχιρα ουμ αλ Ντουνία…

Είναι αργά το απόγευμα, το φως έχει λιγοστέψει όταν συνειδητοποιώ ότι βρίσκομαι πολύ μακριά από την τελευταία στάση των ταξί. Πρέπει να γυρίσω στο ξενοδοχείο, κάνω μεταβολή. Μέσα στη φασαρία και το πλήθος της αγοράς κάθε βήμα μου είναι υπολογισμένο. Να αποφύγω τα λασπόνερα, τους σωρούς από λαχανικά, τους χαμάληδες, τα κάρα. Γύρω μου ένας κόσμος παράξενος, πρωτόγνωρος. Βρίσκομαι στο Darb al Ahmar, στον Κόκκινο Δρόμο, την πιο παλιά και πιο φτωχή συνοικία του Καΐρου. Σε μια ισλαμική γειτονιά με στενούς δρόμους και αδιέξοδα σοκάκια, σπίτια χαμηλά ανακατωμένα με μισοσκότεινα μαγαζιά, φασαρία και κόσμο στους δρόμους. Μεσαιωνικά τζαμιά από πωρόλιθο της Μίνγια και ψηλόλιγνους μιναρέδες, μνημεία και ερείπια, όλα σκεπασμένα από τη σκόνη της ερήμου. Παμπάλαια, γκρίζα, αφημένα στο έλεος των αιώνων. Είναι το μόνο μέρος του Καΐρου όπου συναντάει κανείς ακόμη άντρες με κελεμπίες και γυναίκες με φερετζέ. Το μόνο μέρος όπου κανείς μπορεί να δει, χωρίς να χρειάζεται τη βοήθεια της φαντασίας, πώς ήταν η ζωή στο μεσαίωνα στην πόλη που καυχιόταν ότι ήταν η Um ad duniya, η Μητέρα του Κόσμου.

Πλησιάζω προς τη χιλιόχρονη Bab Zuwayla, τη μεγάλη πύλη στα νότια όρια του Χαν ελ Χαλίλι, της μυθικής αγοράς της πόλης. Δύο στρογγυλοί πύργοι ενώνονται με ένα τόξο και σχηματίζουν την πιο εντυπωσιακή από τις 60 πύλες που ασφάλιζαν το μεσαιωνικό Κάιρο. Ξαφνικά ακούω φασαρία. Βλέπω ένα πολύχρωμο πλήθος να έρχεται τρέχοντας από το δρόμο Αλ Μουίζ, από την καρδιά της ισλαμικής πόλης. Μηχανάκια κορνάρουν, γυναίκες που ακολουθούν βγάζουν έναν τρομακτικό ήχο με τη γλώσσα τους, ακούω τύμπανα και τραγούδια. Τραβιέμαι προς τον βρόμικο τοίχο για να τους αφήσω να περάσουν και κοιτάζω με απορία, μέχρι να δω τη γαμήλια πομπή με τη νύφη και το γαμπρό να περνούν πανευτυχείς μέσα από την πύλη, να χαιρετούν φίλους και γνωστούς και να συνεχίζουν την πορεία του θριάμβου μέσα στο Darb el Ahmar, στον Κόκκινο Δρόμο.

Περνώ κάτω από τη Bab Zuwayla και κοιτάζω με περιέργεια γύρω μου. Μέσα από ένα παράθυρο με περίτεχνα κάγκελα βλέπω έναν κήπο. Μερικοί άνδρες κάθονται σε καρέκλες γύρω από ένα μαρμάρινο σιντριβάνι. Καπνίζουν σίσα , ναργιλέ και συζητούν. Παραδίπλα, η είσοδος για το τζαμί Μουαγιάντ. Λίγα μέτρα παραπέρα μια μπλε ταμπέλα μου τραβάει τη προσοχή. Γράφει με μισοσβησμένα γράμματα, «χαμάμ».

Στέκομαι αναποφάσιστος και εξετάζω τις δυνατότητες. Να μπω, ή να μην μπω; Μήπως αργήσω και μετά δεν βρίσκω ταξί για το ξενοδοχείο; Πώς να είναι εκεί μέσα; Η πόρτα ανοίγει, ένας άντρας βγαίνει, σταματάει, ανάβει τσιγάρο συνεχίζει προς το παζάρι. Η περιέργεια ξεπερνά τις αναστολές μου και σπρώχνω την πόρτα. Τρίζει. Κατεβαίνω μερικά σκοτεινά σκαλιά και μπαίνω σε μια μεγάλη αίθουσα με γυμνούς τοίχους και μια ανακριτική λάμπα. Ο αέρας είναι ζεστός και υγρός, μυρίζει ταυτόχρονα σαπούνι και μούχλα. Κοιτάζω γύρω μου. Το χαμάμ είναι παμπάλαιο, το ταβάνι ξεφλουδίζει από την υγρασία. Ένας ηλικιωμένος υπάλληλος εμφανίζεται από έναν μισοσκότεινο διάδρομο: «Σαλάμ αλάικουμ»

«Ουά αλάικουμ ας σαλάμ».

Καταλαβαίνει ότι είμαι ξένος, με ρωτάει «χαμάμ;» για να σιγουρευτεί και μου κάνει νόημα να τον ακολουθήσω. Μου δίνει ένα λεπτό, στενόμακρο πανί, μου κάνει νόημα ότι πρέπει να το δέσω γύρω από τη μέση και με αφήνει στο αποδυτήριο.

Είμαι μόνος. Γδύνομαι, σφίγγω το πανί, φοράω ένα ζευγάρι άβολα τσόκαρα και τον ακολουθώ στο διάδρομο. Αδιάφορα σπρώχνει μια τσίγκινη πόρτα και με αφήνει μέσα σ' ένα μεγάλο δωμάτιο, πνιγμένο στους υδρατμούς. Άδειο. Το πάτωμα και οι τοίχοι μέχρι το ύψος ενός ανθρώπου είναι ντυμένοι με άσπρο μάρμαρο. Παλιό, λειασμένο από τα χρόνια. Πάνω από το κεφάλι μου ένας θόλος με μικρά, στρογγυλά παράθυρα. Τη μέρα ο ήλιος θα στέλνει μαγικές ακτίνες μέσα στον αχνό, σκέφτομαι και προσπαθώ να προσανατολιστώ.

Γύρω από το κεντρικό δωμάτιο ξεκινούν άλλα μικρότερα με βρύσες, χαμηλούς νιπτήρες σκαλισμένους σε μάρμαρο, πάγκους μαρμάρινους. Το κεντρικό δωμάτιο είναι άδειο, αλλά στα μικρότερα υπάρχουν μερικοί άνδρες. Άλλοι πλένονται και σαπουνίζονται, οι περισσότεροι είναι ξαπλωμένοι στο ζεστό πάτωμα. Μερικοί συζητούν, άλλοι κάθονται λίγο πιο κοντά απ' ό,τι θα περίμενα. Ακουμπάω σ' ένα πάγκο και τους περιεργάζομαι. Όμως όλα τα μάτια είναι πάνω μου. Νοιώθω άβολα. Τα βλέμματα είναι έντονα, ρωτάνε, ψάχνουν, ζητάνε απαντήσεις. Έχω την αίσθηση του παρείσακτου. Σαν να μπήκα απρόσκλητος στην παρέα τους. Ο ξένος που δεν γνωρίζει τους κώδικες. Που δεν ξέρουμε τι θέλει, τι ψάχνει.

Αλλάζω δωμάτιο. Πάλι το ίδιο. Όλα τα μάτια επάνω μου. Περίεργα βλέμματα, αντρικά, ανήσυχα. Μαζί με τη ζέστη και την υγρασία κολλάνε στο δέρμα μου. Θα μπορούσα να κλείσω τα μάτια μου και να αφεθώ στο χάδι τους, άλλα είναι αδύνατον να χαλαρώσω. Καταγράφω όλες τις κινήσεις, προσπαθώ να καταλάβω τους κώδικές.

Δεν χρειάζεται πολλή προσπάθεια. Ένας άντρας γύρω στα 40, μελαχρινός, με σγουρά μαλλιά καθισμένος σ' έναν μαρμάρινο πάγκο, καθώς ξεπλένεται από τη σαπουνάδα με ένα μεγάλο, πλαστικό μπολ, ξετυλίγει αργά τη πετσέτα και μου δείχνει τη «πραμάτεια» του. Με καρφώνει με το βλέμμα του και μου κλείνει το μάτι. Ανέκφραστος. Τραβάει την πετσέτα και συνεχίζει να ρίχνει νερό πάνω του.

«Εδώ είμαστε, πέτυχα τη σωστή διεύθυνση» σκέφτομαι και δεν μπορώ να ξεκολλήσω τα μάτια μου. Δεν είναι μυώδης, ίσως να έχει λίγα κιλά παραπάνω, άλλα όσο τον κοιτάζω, τόσο πιο ενδιαφέρων μου φαίνεται. Έχει μουστάκι, είναι λίγο αξύριστος. Με κοιτάζει συνεχώς.

Τελειώνει το ξέπλυμα, στραγγίζει τα μαλλιά με τα χέρια του, χαϊδεύει στο λαιμό του, το θώρακα, τις ρόγες του, το δεξί χέρι κατεβαίνει. Διακρίνω ότι κάτω από τη πετσέτα του έχει σηκωθεί, μου ξαναδείχνει τον πούτσο του. Χαμογελάει για πρώτη φορά και μου ξανακλείνει το μάτι. Σηκώνεται όρθιος. Έχει καλό σώμα, σκέφτομαι, αλλά υπάρχει τόσος ερωτισμός στην ατμόσφαιρα, που οι άψογες αναλογίες είναι το τελευταίο που με απασχολεί.

«Φέιν;» τον ρωτάω χωρίς περιστροφές, «πού;».

«Χούνα».

«Εδώ;!» ξαναρωτάω απορημένος. Υπάρχουν δύο νεαροί παραδίπλα που συζητούν και μας κοιτάζουν πού και πού.

«Μα φίς μουσκίλα, τάαλα».

Αφού δεν υπάρχει πρόβλημα...

Δεν το είχα ξανακάνει με τρεις. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν βρέθηκα ξανά στο Κάιρο, πήγα κατ' ευθείαν στη Bab Zuwayla. Τι απογοήτευση! Το χαμάμ είχε κλείσει...