10%
προηγούμενα τεύχη | σύνδεσμοι | οδηγός πόλης | INFO in english  
  περιεχόμενα τεύχους    
 
 

Φτου & βγαίνω

«Μόνο όταν εμείς το πάρουμε απόφαση»

του Δημήτρη Αγγελίδη

 

Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο απ’ ό,τι κάνει ένας στρέιτ: ο Κωνσταντίνος Γκίνης ζει τη ζωή και τους έρωτές του στο φως. Γιατί το ότι είναι γκέι δεν έχει να κάνει με το κρεβάτι του· όχι μόνο.

 

Τον Κωνσταντίνο τον τρώει ο κώλος του. Στα 18 του πήγε στη Γερμανία, στη Δρέσδη, να σπουδάσει πληροφορική. Σε μια χοροεσπερίδα ανακάλυψε τη σάλσα κι άρχισε να παραδίδει μαθήματα χορού, παράλληλα με τις σπουδές. Μετά πήγε στο Μόναχο, υπεύθυνος πληροφορικής σε αρχιτεκτονικό γραφείο. Εκεί ανακάλυψε το μακιγιάζ κι άρχισε να βάφει επαγγελματικά θιάσους και ομάδες. Σήμερα, στα 34, εργάζεται στην Αθήνα στο τμήμα πωλήσεων μιας εταιρείας μαρμάρων. Ησυχία δεν έχει. Είναι γκέι, αλλά επιμένει να ζει όπως οι στρέιτ: να κυκλοφορεί χέρι χέρι στην Αθήνα, να σε πιάνει αγκαλιά στα μπαρ, κι άμα γουστάρει, να σου πιάνει και τον κώλο.

 


 

«Η Ελλάδα δέχεται δυο άνδρες να περπατάνε χέρι χέρι. Θα σε κοιτάξουν, θα σε σχολιάσουν, ίσως γελάσουν, αλλά κανείς δεν θα σε ενοχλήσει. Εδώ κυκλοφορεί ένας με αναπηρικό καροτσάκι και τον κοιτάς· δεν θα κοιτάξεις δυο άνδρες που φιλιούνται στη μέση του δρόμου; Φυσικό είναι – δεν το βλέπεις κάθε μέρα. Αλλά, και τι έγινε; Θα κοιτάξουν μια, δυο φορές· την τρίτη, ούτε που θα το προσέξουν. Όπως έγινε παντού, έτσι θα γίνει και εδώ. Μόνο όταν εμείς το πάρουμε απόφαση θα ωριμάσει αυτή η χώρα.

Μεγάλωσα με τη νοοτροπία ότι η τρύπα είναι τρύπα – ο πούστης γαμιέται, ο άνδρας γαμάει. Μέχρι τα 24, πήγαινα μόνο με γυναίκες. Βέβαια από μικρός ένιωθα μια έλξη για τους άνδρες· όταν χόρευα, μου άρεσε να με κοιτάνε. Ως τα 16, γίνονταν και κάποια ερωτικά παιχνίδια με φίλους και συμφοιτητές – η κλασσική μαλακία, ίσως και κάτι περισσότερο. Αλλά ποτέ δεν είχε περάσει από το μυαλό μου ότι είμαι γκέι. Μάλιστα, όταν αργότερα πήγα στη Δρέσδη φοιτητής, ένα βράδυ μου την έπεσε κάποιος, πήγαμε σπίτι του και κάναμε σεξ. Την επομένη συνέχισα πάλι τη στρέιτ ζωή μου.

Κάποια στιγμή στη Δρέσδη, ενώ είχα σχέση με μια κοπέλα, έτυχε να δω γκέι ζευγάρια να περπατάνε χέρι χέρι. Συνέλαβα τον εαυτό μου να ζηλεύει. Αυτό ήταν το πρώτο μπαμ που ένιωσα μέσα μου. Μια μέρα, άκουσα στο ραδιόφωνο ότι μια γκέι οργάνωση διοργάνωνε πάρτι και συνειδητοποίησα ότι το αυτί μου τεντώθηκε στο ραδιόφωνο. Άρχισα πλέον να προβληματίζομαι. Εκείνο το καλοκαίρι πήγα διακοπές στη Μύκονο, για να με δοκιμάσω. Έκανα διάφορα, πάντα ως ενεργητικός. Επιστρέφοντας στη Δρέσδη, πήγα και βρήκα την οργάνωση που είχα ακούσει στο ραδιόφωνο. Μιλήσαμε μ’ ένα παιδί και άρχισα να τον ερωτεύομαι – ήταν ο εντονότερος έρωτας της ζωής μου.

Όταν ήρθε η μάνα μου στη Δρέσδη να με επισκεφτεί, της είπα ότι τελικά οι άνδρες μου αρέσουν πιο πολύ απ’ τις γυναίκες. Ήταν στην ουσία ο πρώτος άνθρωπος που το έμαθε. Η αντιμετώπισή της ήταν πολύ καλή: «Σ’ αγαπάω, παιδί μου είσαι, ζήσε τη ζωή σου». Πήρα θάρρος, μου άνοιξε τα φτερά. Πλέον το έμαθαν όλοι. Έδινα μαθήματα χορού στην ομοφυλοφιλική ομάδα του Πανεπιστημίου, κυκλοφορούσα με τις σχέσεις μου παντού. Τότε ήρθε η σύγκρουση με τη μάνα μου. Όταν της είπα όλος χαρά ότι είχα σχέση, εκείνη μου είπε: «σοβαρέψου». Τελείως διαφορετική αντιμετώπιση. Είχε την ελπίδα, φαίνεται, ότι θα ήταν περαστικό. Προσπάθησα να της εξηγήσω· από κει και πέρα δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Βέβαια, τώρα πια όλα είναι μια χαρά μεταξύ μας, αφού φέρνω και τους φίλους μου σπίτι.

Πήγα φαντάρος στην Κρήτη. Ήμουν από τους μεγαλύτερους, 25-26 χρονών. Είχα να κάνω με 18χρονα, που γνώριζαν μόνο από πρόβατα και χωράφια. Όταν ρωτούσαν αν παίζει καμιά γκόμενα, τους έλεγα ότι τα έχω μ’ ένα παιδί. Δεν πήγαινα βέβαια στις σκοπιές να κάνω πίπες, αλλά ήταν γνωστό ότι ήμουν ο πούστης του λόχου. Δεν αντιμετώπισα κανένα πρόβλημα. Ακόμα και σε χοντρούς τσακωμούς, κανένας δεν γύρισε να μου πει «άντε ρε πούστη». Μετά πήρα μετάθεση στην Ελευσίνα. Τότε είχα μια άλλη σχέση, αυτός πιο μικρός από μένα. Το έμαθε ο πατέρας του κι ήρθε στο σπίτι να μου ζητήσει το λόγο· απείλησε ότι θα πάει να το πει στο διοικητή μου. Την επομένη πήγα ο ίδιος στο διοικητή και του τα είπα όλα. Και μου είπε ο διοικητής: «μη φοβάσαι τίποτα,  άσ’ τον να έρθει». Όλα αυτά κάθε άλλο παρά μου δημιούργησαν την εντύπωση ότι η Ελλάδα είναι τόσο πίσω όσο πιστεύουμε.

Από τότε που συνειδητοποίησα ότι είμαι γκέι, ζω ακριβώς όπως ζούσα, αλλά πλέον ως γκέι. Θέλω έναν άνδρα δίπλα μου, να βγούμε μαζί, να πάμε τις Κυριακές στη μάνα μου για φαγητό, να πάμε σ’ ένα γάμο και να τον συστήσω, να μιλήσω γι’ αυτόν. Να πάμε σε μπαρ και να του πιάσω το χέρι, να τον πάρω αγκαλιά, να τον φιλήσω. Τίποτα παραπάνω απ’ ό,τι κάνει ένας στρέιτ. Το ότι είμαι γκέι δεν έχει να κάνει με το κρεβάτι μου· όχι μόνο. Είναι η ζωή μου και θέλω να τη ζήσω ολόκληρη.

Δεν φτάνει το Γκάζι, πρέπει να αποκτήσουμε και συνοικίες που μένουν γκέι. Πρέπει να γκετοποιηθούμε, γιατί το γκέτο δίνει δύναμη. Γίνεσαι ένα ορατό σύνολο – όχι κάποιοι τύποι διάσπαρτοι σε γκέι μπαρ. Δεν μου αρέσει βέβαια η διασκέδαση να περιορίζεται στο γκέτο. Πηγαίνω να διασκεδάσω παντού, χωρίς στεγανά, γιατί ο τελικός στόχος είναι η αποδοχή μας στην κοινωνία. Αλλά αυτό θα γίνει μόνο με μαζική διεκδίκηση.

Υπάρχει ένα γκέι λάιφστάιλ πρότυπο που θέλει τον άνδρα να έχει και γαμώ τα σώματα, να μένει για πάντα νέος, να είναι τρέντι, να πηγαίνει στα πιο χάι κλαμπ και τα πιο ακριβά εστιατόρια. Όλα αυτά είναι μαλακίες. Καλό είναι να προσέχουμε την εμφάνιση και τη διατροφή μας· μέχρις εκεί. Εγώ είμαι κάζουαλ. Κάποια στιγμή που προσπάθησα να γίνω τρέντι έχασα τον εαυτό μου. Χαίρομαι που στην Ελλάδα ακόμα δεν έχουμε φτάσει στο σημείο να μη βρίσκεις να γαμηθείς αν δεν έχεις κοιλιακούς φέτες.

Ξεκίνησα δεσμό μ’ ένα παιδί οροθετικό. Μου το φανέρωσε στο δεύτερο ραντεβού. Σίγουρα έχω πάει με πολλούς οροθετικούς χωρίς να το γνωρίζω, αλλά ήταν η πρώτη φορά που μου το είπαν έτσι κι έπαθα ένα μικρό σοκ. Μου είπε: «Δική σου η επιλογή». Του ζήτησα να με αφήσει λίγο να το σκεφτώ· μετά από κάποιες μέρες είπα «οκέι». Αργότερα γνώρισα ένα άλλο παιδί οροθετικό. Μου το είπε κι αυτός τη δεύτερη μέρα. Είπα κατευθείαν «οκέι, κουλ». Δεν έτρεχε τίποτα. Ίσα ίσα, ένιωθα πιο ασφαλής. Όταν ξέρεις, προσέχεις περισσότερο».