Η Γνώμη του 10%

Οι αλλοπαρμένοι κώλοι

του Βαγγέλη Βούλγαρη

koloiΓκι Ογκενκέμ, «Οι αλλοπαρμένοι κώλοι», εκδ. Τοποβόρος, μτφ. Γιάγκος Κολιοπάνος

Ένα σημαντικό θεωρητικό κείμενο παραγνωρισμένο στη χώρα προέλευσής του, τη Γαλλία, παρά το γεγονός ότι θέτει, εν μέρει, τα θεμέλια της κουήαρ θεωρίας, μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Τοποβόρος».
Πρόκειται για το δοκίμιο με τον εύστοχα προκλητικό και αξιομνημόνευτο τίτλο «Οι αλλοπαρμένοι κώλοι», τίτλος που δίνει άλλωστε τον τόνο του κειμένου: στον αντίποδα ενός ανώδυνου καθωσπρεπισμού και στείρου ακαδημαϊσμού, με μια αντίστιξη ωμής γλώσσας και ελεγχόμενης ποιητικότητας, ο Γκι Ογκενκέμ (1946-1988) παραδίδει μια πρωτο-κουήαρ μελέτη, που ακόμα και σήμερα, 41 χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευσή της, φαντάζει επίκαιρη και σχετική με τις προβληματικές της ΛΟΑΤ κοινότητας.


Το δοκίμιο του Ογκενκέμ πρωτοδημοσιεύτηκε σε ειδικό τεύχος-αφιέρωμα στην ομοφυλοφιλία του περιοδικού «Recherches» που εξέδιδε ο Φελίξ Γκουαταρί. Το κείμενο σκανδάλισε, το περιοδικό αναγκάστηκε να αποσυρθεί από την κυκλοφορία: βρισκόμαστε άλλωστε στα 1973.

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι πρόκειται για μια αμήχανη στιγμή για τον Ογκενκέμ και το ίδιο το ΛΟΑΤ κίνημα. Ο Ογκενκέμ γράφει στον απόηχο των πρώτων, ένδοξων, χρυσών ημερών του ΛΟΑΤ ακτιβισμού και της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Όπως και με τον φεμινισμό και άλλα κινήματα που αναδείχθηκαν στο δεύτερο μισό των 60s, τον αρχικό ενθουσιασμό έχει διαδεχθεί μια βαθύτερη καχυποψία, μια απροσδιόριστη απογοήτευση, μια αίσθηση πύρρειου νίκης. Μεσούσης αυτής της περιόδου, ο Ογκενκέμ θέτει υπό αμφισβήτηση τις επιτυχίες του κινήματος.

Πιο συγκεκριμένα, ο Ογκενκέμ ασκεί δριμεία κριτική στους ομοφυλόφιλους άντρες, αποδομώντας τα κεκτημένα της σεξουαλικής ελευθερίας, κάνοντας μια σύνδεση (όπως ακριβώς το κουήαρ) μεταξύ πολιτικής και σεξουαλικότητας. Εν ολίγοις, καταδεικνύει την κατασκευαστική δύναμη του καπιταλισμού και πώς το καπιταλιστικό μοντέλο οικονομίας και κατανάλωσης έχει μεταγραφεί στο πεδίο της ομοφυλόφιλης επιθυμίας και σεξουαλικής έκφρασης, με τρόπο ανάλογο με αυτόν με τον οποίο έχει εγκλωβίσει τον ετεροφυλόφιλο πληθυσμό. Παρουσιάζει μια εικόνα της δήθεν κατακτημένης ομοφυλόφιλης (αντρικής) επιθυμίας, η οποία είναι δέσμια των ίδιων καπιταλιστικών πρακτικών που διέπουν την ετεροφυλόφιλη επιθυμία, εφόσον αμφότερες είναι δομημένες σε ένα μοντέλο κατανάλωσης και συσσώρευσης (ερωτικών εμπειριών εδώ, αντί για αγαθών). Οι γκέι άντρες παρουσιάζονται να έχουν εσωτερικεύσει το μοντέλο αυτό και να το υπηρετούν απαρέγκλιτα: η συνεχής, σπασμωδική εναλλαγή ερωτικών συντρόφων δεν είναι παρά μηχανιστική και άρα μια ακόμα έκφανση της αλλοτρίωσης που έχει επιφέρει ο καπιταλισμός. Εξίσου μηχανιστική θεωρεί ο Ογκενκέμ και την κεντροποίηση (και συμβολοποίηση) του πέους και του πρωκτού – μια σκέψη που μερικώς προοιωνίζεται τη σημερινή, σχεδόν φετιχιστική προσήλωση σε σωματικά μέλη σε τόπους δικτύωσης και γνωριμιών, στους οποίους παρουσιάζεται η εικόνα ενός θραυσματικού σώματος, διαιρεμένου σε τμήματα μηχανής.

Το σημαντικότερο όμως είναι πως θεωρεί τη νεοαναδυόμενη τότε γκέι σεξουαλική ελευθερία όχι μόνο απότοκο της ίδιας καπιταλιστικής καταπίεσης, αλλά και έκφραση ετεροκανονικότητας – όρος βεβαίως που έπεται ιστορικά του εν λόγω κειμένου, αλλά σαν έννοια φαίνεται να βρίσκεται στο μυαλό του Ογκενκέμ. Και η οποία πηγαίνει άλλωστε χέρι-χέρι με την πατριαρχία, τον καπιταλισμό, τον σεξισμό: για τον Ογκενκέμ, η οργιώδης, αντρική, ομοφυλοφιλική επιθυμία, όπως συντίθεται μετά το Στόουνγουολ και κατά τη δεκαετία του '70, στην πραγματικότητα διαλέγεται, είναι συνένοχη, με τις ίδιες δομές καταπίεσης που έχουν περιορίσει το φύλο εδώ και χιλιάδες χρόνια. Αντιγράφοντας τις δομές της πατριαρχικής ετεροφυλοφιλίας και διαιωνίζοντάς τες, η αντρική ομοφυλοφιλία διάγει έναν φαύλο κύκλο φυσικοποιήσεων και διαδοχής εξουσίας.

Η διασύνδεση πολιτικής και σεξουαλικότητας που επιχειρεί ο Ογκενκέμ αντλεί άλλωστε και από τη μεταβλητή της τάξης και την προβληματική που θέτει η μετα-αποικιοκρατική θεωρία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για τον ίδιο είναι οι σεξουαλικές συνευρέσεις λευκών Γάλλων και Αράβων μεταναστών, που παρά τη φαινομενική ανατρεπτικότητά τους, την κοινωνική αυθάδεια που επιδεικνύουν, δομούνται τελικά σε ένα μοντέλο αποικιοκράτη και αποικιοκρατούμενου: όχι μόνο δεν παραβιάζονται οι παραδοσιακοί ρόλοι, αλλά αντίθετα διαιωνίζονται. Ο φαλλός και το πέος δεν ταυτίζονται: ο προνομιούχος Δυτικός, δεχόμενος διείσδυση από τον μετανάστη του οποίου τους προγόνους καταπίεζαν οι δικοί του πρόγονοι, στιγμιαία μόνο ανακουφίζει τις κοινωνικοπολιτισμικές ενοχές του.

Για τον Ογκενκέμ, εντέλει, η μηχανιστική ομοφυλόφιλη επιθυμία, η «μηχανή καμακιού» όπως την αποκαλεί, εξισώνεται πλήρως με το ετεροφυλόφιλο μοντέλο γαμήλιας ένωσης και αναπαραγωγής, τη «μηχανή σύζευξης». Στον βαθμό, δηλαδή, που και τα δύο υπηρετούν, παγιώνουν και διαιωνίζουν τους ίδιους δεσμούς εξουσίας, καθώς και την ίδια ουσιοκρατία που συντηρεί μια μη αναγνώριση της ομοφυλόφιλης επιθυμίας, εξοβελίζοντάς την σε περιοριστικά σχήματα επιφανειακής ανατροπής, όπου τελικά ο ομοφυλόφιλος άντρας βιώνει τη σεξουαλικότητά του ως «αποτυχημένη κανονικότητα» και όχι σαν απελευθερωτική, τρόπον τινά, «ανωμαλία».
Προφητεύοντας εν μέρει έργα όπως η «Νέα ερωτική αναρχία» των Μπρικνέρ και Φινκελκρό, ο Ογκενκέμ ευαγγελίζεται μια κοινωνία που δεν θα διέπεται πλέον από κανονιστικά σχήματα σεξουαλικής επιθυμίας, από αυστηρές διακρίσεις ετεροφυλόφιλης και ομοφυλόφιλης επιθυμίας, αλλά αντίθετα από μία επιθυμία που θα περικλείει μέσα της χιλιάδες, εκατομμύρια, ει δυνατόν, φύλα. Μια επιθυμία που θα απεμπλακεί από την κωδικοποίηση της διείσδυσης, κολπικής και πρακτικής, ως υπέρτατης έκφρασης και επικύρωσης της επιθυμίας. Στον βαθμό που η διείσδυση νοείται ως αυτοσκοπός, όλοι παραμένουμε δέσμιοι της ίδιας νορμοποιητικής, φαλλοκεντρικής διαδικασίας. Ως υπέρτατη πράξη ανατροπής, μάλιστα –απηχώντας ακόμα πιο έντονα το κουήαρ– προτείνει τη σεξουαλική επαφή ανάμεσα σε έναν ομοφυλόφιλο άντρα και μια ομοφυλόφιλη γυναίκα. Εκεί το κοινό σεξουαλικό συνάλλαγμα στερεύει, εκεί που αμβλύνονται και μπερδεύονται τα όρια μεταξύ πέους και φαλλού, ο Ογκενκέμ αναζητά μια νέα σεξουαλική οικονομία μέσα από τη μεγαλύτερη σύνδεση της επιθυμίας με το συναίσθημα και τη φιλία, μέσα από την επανεπένδυση της σεξουαλικής πράξης με τον έρωτα.

Εδώ, βέβαια, μπορεί κανείς να αντιτείνει πως ο συγγραφέας ρέπει προς την αισθηματολογία, προς μια ουδόλως απαραίτητη εξιδανίκευση της ερωτικής επιθυμίας. Στην πραγματικότητα, ο Ογκενκέμ έχει πλήρη συνείδηση αβεβαιότητας μέσα στην οποία βαδίζει ο εκάστοτε ερευνητής στο πεδίο της σεξουαλικότητας. Απορρίπτει, μεταξύ άλλων, την αποερωτικοποίηση της μηχανιστικής ομοφυλόφιλης επιθυμίας και προτείνει σχήματα μακροχρόνιων, πολυγαμικών ερωτικών σχέσεων για γκέι άντρες, αντλώντας από τη δική του εμπειρία. Όπως όμως χρεώνεται πλήρως τη λογοτεχνικότητα του ύφους του, όσο και το ότι όσα γράφει διατυπώνονται εν θερμώ (η επιτυχημένη, αρκετή ελεύθερη μετάφραση του Γιάγκου Κολιοπάνου μεταφέρει ανέπαφη την πυκνή σχεδόν αισθαντικότητα και μεταφορική διάσταση του κειμένου), ομοίως ποτέ δεν υποστηρίζει ότι κατέχει τις οριστικές, υπέρτατες απαντήσεις.

  • Δημιουργήθηκε στις

Το περιεχόμενο αυτής της σελίδας του 10% χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές.
Άδεια Creative Commons

web+programming makebelieve

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 160 guests και κανένα μέλος