Η Γνώμη του 10%

Η σημασία του να μην είσαι διαφορετικό/ή/ός

Η ταυτότητα που έχω ως άντρας/γυναίκα/γκέι/στρέιτ τι σχέση έχει με το σώμα μου; Έχει καν σχέση; Με συμφέρει να έχει σχέση;

του Δημήτρη Βασιλειάδη, κοινωνιολόγου

Το διαφορετικό δεν είναι a priori θετικό. Στην εποχή μας, το προβαλλόμενο ως διαφορετικό αναφορικά με τα φύλα και τις σεξουαλικότητες είναι a priori προβληματικό.



michelleΣτις 3 Απριλίου 2015, στο reuters.com αναρτήθηκε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο με τίτλο «California judge orders state to provide sex change surgery for prisoner». Πρόκειται για την υπόθεση της Michelle-Lael Norsworthy (στο εξής: Μισέλ) η οποία καταδικάστηκε για φόνο το 1987 και έκτοτε κρατείται φυλακισμένη. Η Μισέλ άρχισε να αναπτύσσει την έμφυλη ταυτότητα της διεμφυλικής γυναίκας μετά το 1990 (αρχικά, είχε φυλακισθεί ως Jeffrey Norsworthy) ενώ μετά το 2000 άρχισε να υποβάλει την εαυτή της σε μη χειρουργικές διαδικασίες φυλομετάβασης.

Το αίτημά της να υποβληθεί σε εγχείριση αλλαγής φύλου συνάντησε την άρνηση της Πολιτείας της Καλιφόρνιας, γεγονός που την οδήγησε να προσφύγει στη Δικαιοσύνη. Τελικά, ο δικαστής που ανέλαβε την υπόθεσή της απεφάνθη ότι η Πολιτεία οφείλει να της παρέχει την επέμβαση που ζητά (αξίας περί των 100.000 δολαρίων) ώστε να απαλλαγεί από τις συνέπειες της «δυσφορίας φύλου», την οποία αντιμετωπίζει, αλλά και από τις επιβλαβείς επιπτώσεις της μακροχρόνιας χρήσης ορμονών.

Αυτό που είναι αξιοσημείωτο σε αυτήν την υπόθεση είναι ότι το επίσημο Κράτος (Πολιτεία της Καλιφόρνιας) δια του εκπροσώπου της δικαστικής εξουσίας αναγνωρίζει –συνεκδοχικά: κατοχυρώνει θεσμικά– την έμφυλη εμπειρία ως διαφορετική κοινωνικοπολιτική κατάσταση από τη σωματικότητα. Μάλιστα, αντιμετωπίζει την έμφυλη ταυτότητα ως ελεύθερη επιλογή, που βρίσκεται στην αυτοδιαχειριστική ευχέρεια του υποκειμένου, ακόμα και όταν το σώμα στερείται την αντίστοιχη ελευθερία, ακόμα και όταν το σώμα είναι αντικείμενο της ποινικής διαχείρισης της συντεταγμένης πολιτείας. Στη συνέχεια του άρθρου θα αναλύσω τη σημασία αυτής της εξέλιξης, τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά.

 

Η έμφυλη ταυτότητα είναι ανεξάρτητη μεταβλητή από το σώμα, ή αυτό που κοινώς λέμε «βιολογία».

 

Η σύγχρονη προσέγγιση στα ζητήματα φύλου βλέπει την έμφυλη ταυτότητα ως ανεξάρτητη μεταβλητή από το σώμα, ή αυτό που κοινώς λέμε «βιολογία» (αναφέρεται και ως «ανατομία»). Ο κλασικός και ξεπερασμένος, πλέον, διαχωρισμός μεταξύ κοινωνικού και βιολογικού φύλου έχει δείξει την αδυναμία του να συλλάβει τα ζητήματα φύλου ως στοιχεία υποκειμενικότητας, δηλαδή ευμετάβλητα, ρευστά και εμπειρικά.

Πράγματι, το φύλο στην κοινωνική του παράμετρο δεν είναι «καθηλωμένο» στην υλική οντότητα ενός σώματος και δεν υφίσταται τους περιορισμούς αυτής. Ωστόσο, το «κοινωνικό φύλο» αναλυόταν ως η διαπραγμάτευση των δεδομένων συνθηκών ενός σώματος εντός ενός κάποιου κοινωνικού πλαισίου. Το σώμα ως ύλη καθόριζε το φύλο ως πεπερασμένο μέγεθος. Όσο και αν η θεωρία διεύρυνε το πεδίο, δεν κατάφερνε ποτέ να το απαλλάξει από την υλικότητα του φύλου ως σύνολο βιολογικά αναπόδραστων συνθηκών, μέχρι τη στιγμή που η προσέγγιση άλλαξε· έτσι λοιπόν το φύλο, ως έννοια, «αποκολλήθηκε» από κάθε αναφορά στη φύση (με την έννοια το Χ χαρακτηριστικό να εκλαμβάνεται εκ φύσεως δοσμένο σε ένα φύλο).

Στις μέρες μας, η έμφυλη ταυτότητα θεωρείται ότι συγκροτείται μέσα από διαδικασίες του πράττειν, όχι του είναι. Δεν είσαι άντρας γιατί γεννήθηκες αρσενικός, αλλά επειδή επιτελείς μια αρρενωπότητα έτσι όπως αυτή τέμνεται με όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που σε ταυτοποιούν ως υποκείμενο σε κάθε συγκεκριμένη περίσταση. Δεν είσαι γυναίκα γιατί γεννήθηκες θηλυκή, αλλά γιατί πράττεις με έναν τρόπο που σε εμφυλοποιεί ως γυναίκα μέσα από μια θηλυκότητα που ορίζει (και ορίζεται από) την εκάστοτε δική σου συνθήκη.

Είναι αδιάφορο αν ο σωματότυπός σου είναι ο Χ ή ο Ψ ως προς τις διαδικασίες που σε συγκροτούν σε έμφυλο υποκείμενο, καθώς οι διαδικασίες αυτές διασταυρώνονται σε έναν κόμβο αναφορών και νοημάτων και αναπαράγουν, με τη σειρά τους, ένα τόσο αλληλένδετο και ευμετάβλητο σύνολο νοημάτων, που είναι αδύνατον να εντοπιστούν μέσα στο σχήμα των υλικών σωμάτων.

Και, εφόσον είσαι η γυναίκα που εσύ ο ίδιος / η ίδια επιτελείς μοναδικά και ανεπανάληπτα σε κάθε χωροχρονικό πλαίσιο, οι έννοιες που παραπέμπουν στη σεξουαλικότητα δεν είναι χρήσιμες παρά ως ταξινομητικές κατηγορίες, δηλαδή προκειμένου να υπαχθούν σε δημογραφικό έλεγχο (όπως θα έλεγε ο Φουκώ). Και εδώ το σημείο είναι κομβικό: με την έμφυλή σου κατάσταση να είναι μεταβλητή (και εμβριθής νοημάτων που δεν ενσωματώνονται στην υλικότητά σου αλλά, απλώς, σωματοποιούνται σε αυτή) η σεξουαλικότητά σου θα είναι το ίδιο. Θα επιθυμείς ανθρώπους με τη Χ υποκειμενικότητα, επιτελώντας κι εσύ μια Ψ έμφυλη υποκειμενικότητα, ή θα θες άλλες και άλλους με μια τελείως διαφορετική υποκειμενικότητα.

 

Δεν είσαι άντρας γιατί γεννήθηκες αρσενικός, αλλά επειδή επιτελείς μια αρρενωπότητα έτσι όπως αυτή τέμνεται με όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που σε ταυτοποιούν ως υποκείμενο.

 

Το καθοριστικό στοιχείο για τη σεξουαλικότητά σου δεν είναι ο σωματότυπός σου, ούτε ο σωματότυπος του ανθρώπου που επιθυμείς, αλλά αυτή και μόνο η επιθυμία σου. Αυτό, εξάλλου, εξηγεί ότι μπορούν να υπάρχουν άνθρωποι ουδέτερου φύλου (φύσει ή θέσει) αλλά με επιθυμίες (όπως και εμφατικά έμφυλοι/ες άνθρωποι χωρίς επιθυμίες) δηλαδή άνθρωποι στους οποίους / στις οποίες δεν υπάρχει γραμμική συσχέτιση (δηλαδή, ετεροκανονικός ντετερμινισμός) έμφυλης ταυτότητας και σεξουαλικότητας.

Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω και να σχολιάσω ένα κομμάτι μέσα από το από 19ης Μαΐου άρθρο του Γιάννη Ζουμπουλάκη στο ΒΗΜΑ σχετικά με την Κέιτ Μπλάνσετ και την παρουσίαση της νέας της ταινίας στο Φεστιβάλ των Καννών. Μεταφέρει ο Ζουμπουλάκης την απάντηση της σπουδαίας ηθοποιού σε ερώτηση για τη σεξουαλικότητά της ως εξής: «το σημαντικό δεν είναι αν είχα ή όχι κάποια στιγμή στη ζωή μου σχέση με γυναίκες αλλά γιατί εν έτει 2015 πρέπει να κάνουμε αυτή την ερώτηση. Γιατί σήμερα, κάτι τέτοιο μπορεί να προκαλέσει την περιέργεια;».

michelle 3Στην απόκριση αυτή η Μπλάνσετ δεν υπερασπίζεται μόνο τη δική της προσωπική ζωή, αλλά και την (κυρίαρχη σήμερα) τάση ότι δεν υπάρχει υπόσταση στο ζήτημα των φύλων και της σεξουαλικότητας και, έτσι, η κάθε τέτοια αναφορά είναι ασήμαντη. Οι όποιες αντικειμενικές παράμετροι (π.χ. σώματα με δεδομένη εικόνα) στις κοινωνικές επαφές είναι σημαντικές ως πλαίσιο αναφορών για τα νοήματα που παράγονται κάθε φορά, όχι όμως προ-καθοριστικές αυτών, εφόσον τα ίδια τα νοήματα αναλύονται όχι απλώς υποκειμενικά (δηλαδή, ως προς τις παρατηρήτριες και τους παρατηρητές) αλλά και με όρους υποκειμενικοτήτων (δηλαδή, ως προς τα ίδια τα υποκείμενα που προβαίνουν στις εκάστοτε δράσεις).

Εντέλει, καμβάς στον οποίο χαράζονται αυτά τα νοήματα δεν υπάρχει, καθώς τα ίδια τα νοήματα αποτελούν διαρκώς μήτρες και έμβρυα των προηγούμενων και επόμενων εκδοχών τους. Με απλά λόγια: τι είμαι αν μια φορά βάλω ένα φουστάνι ή ένα παντελόνι για να πάω να ψωνίσω; Τι είμαι αν κάνω για πρώτη φορά σεξ με το αντίθετο φύλο από αυτό που έκανα ως τότε; Τι είμαι αν, τελικά, βάζω συνέχεια φουστάνια ή παντελόνια; Τι είμαι αν συνεχίσω στο διηνεκές να κάνω σεξ με το αντίθετο φύλο από αυτό που έκανα μέχρι παλαιότερα; Τι είμαι αν κάνω σεξ και με τα δυο (κυρίαρχα) βιολογικά φύλα, με ίση ή άνιση συχνότητα; Τι είμαι αν κάνω σεξ με ένα σώμα στο οποίο το βιολογικό φύλο δεν είναι ένα και μοναδικό; Τι είμαι αν όσες και όσοι με βλέπουν, θεωρούν, για οποιοδήποτε λόγο, ότι ανήκω σε ένα βιολογικό φύλο που εγώ (ή η Ιατρική) δεν αναγνωρίζω στον εαυτό μου/στην εαυτή μου; Τι είμαι αν κάνω όσες ενέργειες κρίνω απαραίτητες για να σταματήσω αυτό το φαινόμενο; Τι είμαι αν δεν ορίζομαι ως προς αυτά τα ζητήματα; Τι είμαι αν αυτοχαρακτηρίζομαι ως προς αυτά τα ζητήματα αλλά δρω (σκόπιμα ή όχι) με τρόπο διαφορετικό απ' ό,τι αυτοχαρακτηρίζομαι; Τι είμαι αν χρησιμοποιώ κάποια έμφυλα χαρακτηριστικά μου κατ' επάγγελμα; Τι είμαι αν άλλες και άλλοι χρησιμοποιούν έμφυλα χαρακτηριστικά σαν τα δικά μου επαγγελματικά (π.χ. με τρόπο παρωδικό ή σατιρικό ή ως υπόδειγμα έμφυλης τελειότητας). Τι είμαι αν, αν, αν... Η απάντηση που ίσως θα έδινε η (συγχωρέστε μου) ντίβα Κέιτ Μπλάνσετ είναι: τι σημασία έχει;! Διότι, ναι, τι σημασία έχουν όλα αυτά τα «είμαι» από τη στιγμή που ο καθοριστικός παράγοντας είναι τα «πράττω»;

 

Οι ΛΟΑΔμπλαμπλα διεκδικήσεις είναι αναχρονιστικές. Η επιμονή στις ταμπέλες αποτελεί τροχοπέδη στην (απελπισμένη) πορεία για επίτευξη πραγματικής ισότητας, επειδήδεν αναδεικνύουν τη ρευστότητα των ταυτοτήτων.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι έχουμε εγκλωβιστεί στις ουσιοκρατικές θεωρήσεις περί φύλων και αναζητούμε ολοένα επιβεβαιώσεις των περιορισμένων και περιοριστικών μας αντιλήψεων, στερώντας (δυστυχώς, όχι πάντα μόνο θεωρητικά) από εαυτές/ούς και αλλήλους την υπέροχη (και, θα έπρεπε, αυτονόητη) ροή του πράττειν, ήτοι την ελευθερία του ζην;

Συμπερασματικά, η φυσική ποικιλότητα που είναι, βεβαίως, προ-κοινωνική υπόθεση, αναλύεται ως ετερότητα με αξιακό (=πολιτικό) πρόσημο, με αποτέλεσμα να σωματοποιούνται οι περί υποκειμένων όροι εξουσίας και πειθάρχησης, αναπαράγοντας κανονιστικά πρότυπα αντίληψης της έμφυλης πραγματικότητας. Επομένως, η θεωρία όχι μόνο επιτρέπει αλλά επιβάλλει την «αποκόλληση» των σωματικών χαρακτηριστικών από τις έμφυλες ταυτότητες, ειδάλλως η περί φύλων και σεξουαλικοτήτων χειραφέτηση και ισότητα δεν θα επέλθει ποτέ. Τι σημαίνει, όμως, αυτό στην πράξη;

Ας δούμε πώς περιπλέκονται όλα αυτά με τις διεκδικήσεις των ΛΟΑΔμπλαμπλα ατόμων. Στο ίδιο άρθρο για την ταινία της Κέιτ Μπλάνσετ διαβάζουμε: «Εκείνη την εποχή, στην δεκαετία του 1950, δεν υπήρχαν ταμπέλες που δήλωναν τι είσαι». Λέει, λοιπόν, η (όλο και πιο αγαπημένη) Κέιτ ότι οι άνθρωποι έπρατταν πολύ πριν την «επινόηση» των όρων που τους/τις περιγράφουν ως έμφυλα και σεξουαλικά υποκείμενα βάσει του πράττειν τους.
Πράγματι, οι «ταμπέλες» χρησιμοποιήθηκαν στρατηγικά μετά την εποχή που αναφέρει η Μπλάνσετ και αυτό επειδή αναφάνηκε η ανάγκη διαφοροποίησης από το κυρίαρχο ετεροκανονικό αρσενικό πρότυπο, ώστε να τελεσφορήσουν μια σειρά διεκδικήσεων. Οι γυναίκες ζητούσαν θετική παρέμβαση του Κράτους στην ισότητα εμπράκτως (π.χ. ποσοστώσεις) ενώ οι ΛΟΑΔμπλαμπλα ήθελαν να εστιάσουν στην κατοχύρωση της σεξουαλικής ετερότητας θεσμικά, ούτως ώστε να συμμετέχουν απρόσκοπτα στη δημόσια ζωή χωρίς να κρύβονται ή να κατηγορούνται –ωραιότατο παράδειγμα η περίπτωση του περίφημου Milk– στη λογική του «δεν τρέχει τίποτα να είσαι διαφορετικός/ή», βιώνοντας, προφανώς, και οι ίδιες/οι την κατάστασή τους ως διαφοροποίηση από το κυρίαρχο πρότυπο.

Σήμερα, όμως, στην εποχή που οι ταμπέλες έχουν αποδείξει την ανικανότητά τους να εξασφαλίσουν ισοτιμία και δικαιοσύνη – η Μπάτλερ θεωρεί ότι κάθε αναφορά σε μια ταμπέλα (π.χ. «γκέι κοινότητα») επιβεβαιώνει, τελικά, την κυριαρχία της ετεροκανονικότητας, δηλαδή αναπαράγει τα κανονιστικά πρότυπα που συνδέονται με αυτή – η θεώρηση των πραγμάτων δεν πρέπει να γίνεται με έμφαση στο «διαφορετικό από...» αλλά στο «ποικιλόμορφο» δηλαδή, με απλά λόγια, κάθε προσέγγιση θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει ΚΑΙ τις ετερό αναφορές.

Φρονώ ότι η επιμονή στη διαφορετικότητα δεν έχει να προσφέρει, πλέον, τίποτα στον αγώνα για πραγματική ισότητα, καθώς μόνο κατ' επίφαση συμβαίνει αυτό, όπως θα υποστηρίξω σχολιάζοντας περαιτέρω την υπόθεση της Μισέλ παρακάτω. Η «ταμπέλα», ως πολιτική κατηγορία, όσο ταυτίζεται με την έμφυλη υποκειμενικότητα, τόσο την περιορίζει και την επανεισάγει στο φαύλο κύκλο της καταπίεσής της. Αντιθέτως, αν στη θέση της προαχθεί η έννοια της «ταυτότητας» τότε οι διεκδικήσεις θα αποκτήσουν καθολική ισχύ, γιατί δεν θα παραπέμπουν σε σωματοποίηση των έμφυλων χαρακτηριστικών, αλλά θα αποτελούν πολιτική διαχείρισή τους. Και αυτό επειδή οι ταυτότητες έχουν τις προδιαγραφές να αναπτυχθούν ισότιμα (έμφαση στη ρευστότητα του πράττειν) ενώ οι «ταμπέλες» καθηλώνουν τα υποκείμενα σε ένα συμπαγές, αρραγές (και αναληθές) είναι. Ας δούμε, όμως, ένα παράδειγμα.

Όταν στην Ελλάδα του 2015 ακόμα δεν επιτρέπεται η σύναψη επίσημης σχέσης μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου, η αναφορά παραμένει στο σώμα που εκφράζει την επιθυμία. Ακόμα και πολλές/οί που δεν επικαλούνται τα απαράδεκτα και στιγματιστικά επιχειρήματα περί εγγενούς ανωμαλίας ως προς την ομόφυλη συντροφικότητα, πιστεύουν, ίσως, ότι οι ομοερωτικές σχέσεις δεν είναι ισότιμες με τις ετεροερωτικές – οι λόγοι, που μπορεί να είναι από γελοίοι (θρησκεία) μέχρι και (ψευδο)επιστημονικοί (καταλληλότητα για ανατροφή παιδιών) δεν θα αναλυθούν εδώ γιατί δεν είναι συναφείς με το θέμα.

michelle 2Αυτό που πρέπει οπωσδήποτε να κάνουμε, τόσο ως Κοινωνία των Πολιτών όσο και ως Κράτος, είναι να μη χειριζόμαστε όλα τα αντίστοιχα θέματα ως ζητήματα ανθρώπινων δικαιωμάτων εν γένει (ήτοι με μια προσέγγιση διευρυντική ως προς έναν σταθερό πυρήνα, μια προσέγγιση που υπογραμμίζει το «διαφορετικό από» ένα σύνολο σταθερών και αναλλοίωτων αναφορών ζητώντας ισότιμη μεταχείρισή του) αλλά ως ταυτοτικά δικαιώματα (δηλαδή, με μια προσέγγιση που βασίζεται στη συμπερίληψη όλων σε σχήματα όπου δεν υπάρχει κυρίαρχο στοιχείο).

Το διεμφυλικό άτομο, που του/της επιβάλλεται να παραμένει με τα στοιχεία του φύλου που καταγράφηκε με τη γέννησή του/της, δεν στερείται ένα δικαίωμα ως άνθρωπος ή ως πολίτης, εφόσον το Κράτος δεν του/της αρνείται γενικώς την παροχή αγαθών και υπηρεσιών (π.χ. χορήγηση εγγράφων) αλλά ως έμφυλη ταυτότητα. Αυτή (θα μπορούσε να) είναι και η ουσία της απόφασης του δικαστή από την Καλιφόρνια: η έμφυλη ταυτότητα αναδεικνύεται σε αυτόνομη κατηγορία θεμελίωσης δικαιωμάτων και, μάλιστα, κοινωνικών, δηλαδή που αξιώνουν παροχές από το Κράτος, με νόμους, δαπάνες και όλες τις απαραίτητες παρεμβάσεις που θα εξασφαλίζουν, έμπρακτα και ουσιαστικά, τα ταυτοτικά δικαιώματα ΌΛΩΝ των έμφυλων υποκειμένων τους.

Η υπόθεση της Μισέλ, όμως, δεν έχει μόνο θετικές διαστάσεις. Ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο της είναι ότι το όλο ζήτημα τεκμηριώνεται με αναφορά σε θέματα υγείας. Ο δικαστής υποτίθεται ότι απαλλάσσει τη Μισέλ από δυσχερείς καταστάσεις για την υγεία της, δηλαδή της εξασφαλίζει ευεξία, εφόσον με την ποινή που της επιβλήθηκε έχει στερηθεί την ελευθερία της αλλά όχι τίποτα περισσότερο από αυτήν. Η εξάρτηση της απόφασης από ιατρικές γνωματεύσεις μπορεί να είναι μέχρι και αναγκαία, κρίνεται όμως απαράδεκτη, αν αντιπαραβληθεί με τα θεωρητικά ζητήματα περί φύλων.

Το ενδιαφέρον, λοιπόν, εδώ είναι ότι πρέπει το υποκείμενο να υπαχθεί σε παθολογική κατηγορία προκειμένου να απολαύσει ένα ταυτοτικό δικαίωμα. Η προβληματική αυτή εξέλιξη σηματοδοτεί το φύλο ως θεραπευτικό στόχο και κατάσταση βιολογικής (εδώ: ψυχικής) ισορροπίας. Το σώμα της Μισέλ γίνεται μια άλλη φυλακή για το φύλο της, και ο δεσμοφύλακας αυτή τη φορά κρατάει ένα κλειδί που γράφει πάνω: «άρρωστη». Είναι με πρόσημο νοσηρότητας που η Μισέλ γίνεται υποκείμενο ταυτοτικού δικαιώματος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο δικαστής δεν αντιλήφθηκε την όλη υπόθεση ως ζήτημα ταυτοτικής ελευθερίας, αλλά ως δικαίωμα ενός ανθρώπου που νοσεί στην υγεία και την ευεξία. Η απόφασή του, λοιπόν, όχι απλώς αναγνωρίζει αλλά και κατισχύει το υγιές ως κανονιστικό και επιβεβαιώνει εκκωφαντικά το ετεροκανονικό ως κοινωνικά ωφέλιμο και πολιτικά σκόπιμο.

michelle 4Η Μισέλ εκλαμβάνεται ως διαφορετική σε ένα πλαίσιο στο οποίο η διαφορετικότητα χρήζει παρέμβασης και υποστήριξης προκειμένου να επιτευχθεί εξομοίωση. Να τολμήσουμε να σκεφτούμε τι θα γινόταν αν η Μισέλ ζητούσε παρέμβαση του Κράτους για φυλομετάβαση σε ουδέτερο/άφυλο υποκείμενο, δηλαδή όχι για «διόρθωση» της αντίφασης να έχει έμφυλη κοινωνικότητα που δεν συνάδει με το βιολογικό της φύλο; Θα έβγαινε και πάλι μια τόσο γενναιόδωρη απόφαση ή, όπως πιστεύω εγώ, η Μισέλ θα εξασφάλιζε μεταφορά σε πτέρυγα με ηπιότερες συνθήκες κράτησης και ψυχιατρική παρακολούθηση;

Εντέλει, ο δικαστής έδωσε στη Μισέλ την ελευθερία της φυλομετάβασης γενικώς ή, συγκεκριμένα, τη δυνατότητα να εγκαταλείψει το αρσενικό έμφυλο σώμα για να μεταβεί στο θηλυκό, «διορθώνοντας το λάθος»; Αν η Μισέλ διεκδικούσε να εργαλειοποιήσει τη βιολογία της για να σωματοποιήσει την έμφυλη ταυτότητα που η ίδια θα υποστήριζε (δηλαδή, ζητούσε να μεταβεί σε μια κάποια σωματική κατάσταση έτσι όπως η ίδια θα την επιθυμούσε) θα έβρισκε την ίδια ανταπόκριση που βρήκε τώρα που δεν αμφισβήτησε τη δυαδικότητα των βιολογικών σωμάτων ζητώντας, απλώς, να αλλάξει το δικό της; Και αλλιώς: πόσες έμφυλες σωματικότητες, πέραν των δυο κυρίαρχων, θα μπορούσαν να τύχουν αντίστοιχης υποστήριξης προκειμένου για μετάβαση σε αυτές; Πόσο, πραγματικά, προάγεται η πολλότητα του φύλου ως κοινωνικοπολιτική μεταβλητή (αλλιώς: η ανθρώπινη ποικιλομορφία) με την απόφαση που εκδόθηκε;

Θεωρώντας πασιφανώς εύλογες τις απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, θα συνοψίσω το άρθρο μου στα εξής βασικά σημεία:

  1. Κάθε καινοτομία στο ζήτημα των φύλων και των σεξουαλικοτήτων είναι χρήσιμη, έστω και προκειμένου να αναφανούν οι αντιληπτικοί περιορισμοί σε αυτό.
  2. Το διαφορετικό δεν είναι a priori θετικό. Στην εποχή μας, το προβαλλόμενο ως διαφορετικό αναφορικά με τα φύλα και τις σεξουαλικότητες είναι a priori προβληματικό.
  3. Οι ΛΟΑΔμπλαμπλα διεκδικήσεις είναι, πλέον, αναχρονιστικές. Η επιμονή στις ταμπέλες, έτσι όπως γίνεται, αποτελεί τροχοπέδη στην (απελπισμένη) πορεία για επίτευξη πραγματικής ισότητας, ακριβώς επειδή, παρά τη φαινομενικά αντίθετη επίδρασή τους, δεν αναδεικνύουν τη ρευστότητα των ταυτοτήτων αλλά την ακαμψία μεταξύ των ενσώματων και των μη ενσώματων έμφυλων και σεξουαλικών χαρακτηριστικών. Αυτό δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι δεν πρέπει να ονομάζονται οι διαφορετικές εκδοχές της έμφυλης κατάστασης και της σεξουαλικότητας, αλλά να αναλύονται ως ταυτοτικές παραλλαγές (π,χ «γυναίκες που κάνουν σεξ με γυναίκες» αντί για «λεσβίες») ώστε να μετατοπιστούν, συν τω χρόνω, και οι ίδιες οι αυτοαναφορές των υποκειμένων.
  4. Η επίκλησης της Ιατρικής δεν αποτελεί γνωστικό επιχείρημα, αλλά ρυθμιστική αναγκαιότητα. Ιατρικής παρούσης πάσα αρχή παυσάτω. Ως λόγος με επιτελεστική ιδιότητα, η ιατρική επιστήμη συγκροτεί το φύλο όχι ως έννοια ρευστή και εν δυνάμει χειραφετητική, αλλά ως πεδίο νοσηρότητας και συστηματικής χειραγώγησης.
  • Δημιουργήθηκε στις

Το περιεχόμενο αυτής της σελίδας του 10% χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές.
Άδεια Creative Commons

web+programming makebelieve

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 123 guests και κανένα μέλος