10%
προηγούμενα τεύχη | σύνδεσμοι | οδηγός πόλης | INFO in english  
  περιεχόμενα τεύχους    
 
 

Ρεπορτάζ

Λιμανάκια

Βράχο βράχο το τεκνό μου

του Νίκου Μελά & της Δήμητρας Μακατσώρη

Σάββατο μεσημέρι, χτυπάει το κινητό: Ο Νίκος που πίνει καφέ στο Θησείο. Για εκατομμυριοστή φορά (καφέ στο Θησείο).

«Πάμε για μπάνιο;»

Έχω ξενυχτήσει, παλεύω με τα σεντόνια, τα μάτια μου είναι ακόμη κολλημένα από τις τσίμπλες.

«Μπάνιο; Τι μπάνιο;»

«Hello-o! Stin thalassa! Banio, you know»

«Πού;» χασμουριέμαι.

«Τι πού; Πού αλλού;»

«Άντε, έλα».

Σαν αιλουροειδές πετάγομαι από το κρεβάτι, τρέχω στο ντους να ξυπνήσω, αφροί, ξυράφια, κρέμες, μαλλιά, οι τρίχες στα αφτιά (τις μισώ), τα νύχια, ντριν το κουδούνι. Ο Νίκος. «Ακόμη;!»

Ε, ναι, ακόμη. Σάββατο μεσημέρι στα Λιμανάκια να εμφανιστώ σαν κατσίκα; Ex-squeeze me! Για ποιον με πέρασε; Τόσα τεκνά τριγύρω και εγώ χύμα στο κύμα; Καπέλο, γυαλιά, αντηλιακά, νερό, σάντουιτς («αργείς!»), βιπεράκι (τάχαμου), πετσέτα, walkman («πάρε και καμία άρια!»), κλειδιά, κινητό, φορτιστής («τι τον θέλεις τον φορτιστή;!»), κεράσια, να ποτίσω τα λουλούδια («για σήμερα είναι το μπάνιο, όχι για αύριο!»), εκτροπή στο κινητό. Κλειδώνω την πόρτα. Μέσα στο ασανσέρ: «καπότες!» Ω, γαμώτο, καπότες. Γυρίζω πίσω. Και καπότες στο σάκο, μπορούμε να ξεκινήσουμε.

Πήξιμο στην παραλιακή. Ανοιχτά παράθυρα, στάση για παγωτό, μουσική, καμάκι στα διπλανά τεκνά («παιδιά, για Παγκράτι καλά πάμε;»), στάση για βενζίνη, Βούλα, Καβούρι, στάση για χυμούς, Βουλιαγμένη, στροφές, Λιμανάκια.

Στο πρώτο πάρκιν; στο δεύτερο; που θα σταματήσουμε; Εγώ θέλω το πρώτο, ο Νίκος το δεύτερο, καταλήγουμε στο τρίτο για να μη σφαχτούμε. Ιλιγγιώδης κατήφορος, πέτρες, βράχια, ξερά χόρτα, θυμάρια, πεταμένα μπουκάλια, κι άλλος κατήφορος, κι άλλα βράχια, κόσμος. Ψάχνουμε για θέση – πάνω στα βράχια εννοείται. Στα Λιμανάκια δεν υπάρχει κόκκος άμμου.

Οι καλές θέσεις έχουν πιαστεί από τους πρωινούς. Δεκάδες άντρες, οι περισσότεροι μόνοι, δύο-τρία κορίτσια ζευγαρωμένα (γιατί νομίζω ότι είναι στάνταρ αυτό το σκηνικό στα Λιμανάκια;). Ξαπλωμένοι στον ήλιο, γυαλιστεροί σαν λαδοπόντικες. Μέσα στο νερό σημαδούρες, μερικές ασώματες κεφαλές, που συζητούν ψιθυριστά, τρέμοντας την απίστευτη ηχητική του κόλπου. Κιαλάρω μια ελεύθερη έκταση λίγο παρακάτω. Χωράει δύο άνετα.

«Δεν είσαι καλά που θα πάω εγώ εκεί πέρα. Θα πάμε πιο αριστερά γιατί εκεί έχει ένα τεκνό που γουστάρω από πέρσι» με κατακεραυνώνει ο Νίκος. Άμα είναι και από πέρσι ο σεβντάς, τι επιχειρήματα μπορώ να προβάλω;

«Για το τεκνό σου θα πάθω αγκύλωση» γκρινιάζω όταν φτάνουμε και συνειδητοποιώ ότι με πάει σε μια στραβή κατηφόρα με ανώμαλη επιφάνεια. Αρχίζω να αραδιάζω: Η πετσέτα, το αντηλιακό, το άλλο αντηλιακό, το βίπερ, το walkman, το κινητό («τον φορτιστή τι τον ήθελες;»), το σάντουιτς, το καπέλο. Ο Νίκος έχει πιάσει ήδη δουλειά και κοντεύει να πάθε μόνιμο στραβισμό προς τα αριστερά. Το τεκνό φαίνεται να μην παίρνει πρέφα. Διαβάζει Βενέζη!

«Νίκο, είναι γκάου. Βενέζη στα Λιμανάκια; Πού ακούστηκε; Έχει πρόβλημα το άτομο» του λέω ψιθυριστά. «Μπορεί, αλλά έχει και... πακέτο πρώτης τάξεως» με αποστομώνει.

Ναι, εντάξει, έχει καλό πακέτο. Κοιτάζω γύρω να κόψω κίνηση, γιατί λόγω τεκνού, ο Νίκος σταμάτησε να μιλάει και μου απαντά μονολεκτικά – για να μη διασπαστεί η προσοχή του. Διάφοροι τύποι, σωματαράδες, άλλοι με κοιλιές (όπως εγώ, ας πούμε), κατάμαυροι, τριχωτοί, άλλοι γυμνοί, άλλοι με μαγιό, μερικοί κοιμούνται, κάποιοι κοιτάζουν γύρω σαν περισκόπια, άλλοι φλερτάρουν ανοιχτά, άλλοι πηδάνε από βράχο σε βράχο σαν την Αστέρω και ψάχνουν για τον πρίγκιπα (κατά προτίμηση πάνω από 1,85, καστανό, αρρενωπό, γυμνασμένο, XL) ή το πριγκιπόπουλο (κατά προτίμηση κάτω από 25, με καλούς κοιλιακούς, ακόμη καλύτερους... κωλιακούς, και ντοκτορά στις πίπες). Αχ, τα Λιμανάκια το καλοκαίρι! Οι βουτιές, τα βραχάκια, το καμάκι, η αλμύρα του νοτιάαα –α, σούκαιγε τα χείλη.

«Έφυγα!» μου πετάει ξαφνικά ο Νίκος μετά από ένα ημίωρο αλληθωρίσματος. «Έκανα κονέ με το τεκνό. Πηγαίνει ‘προς τα πέρα’». Το ‘προς τα πέρα’ είναι ο γαμηστρώνας, τα πιο έρημα βράχια στο τέλος των Λιμανακίων, προς τη Βάρκιζα.

«Ε, αφού τον περιμένεις απ’ τ’ άλλο καλοκαίρι, χαλάλι σου. Καλό βόλι!» τον κατευόδωσα και του έδωσα μια καπότα από τις δικές μου, να μην κουβαλάω κι αυτή στον ανήφορο μετά.

 

Τα Λιμανάκια με γυναικεία μάτια

Τα λιμανάκια δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν λεσβιακό στέκι, ακριβώς. Ήταν το μέρος που συζητούσαν οι γκέι άντρες στα mixed πάρτυ. Είχα ακούσει κάποια αγόρια να περιγράφουν με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες το συνδυασμό υδάτινων σπορ και υδάτινου σεξ, οπότε τα θεωρούσα κάτι σαν τα dark-rooms, αλλά στο πιο φυσιολατρικό. Με δεδομένο ότι αγνοώ την ύπαρξη λεσβιακού dark-room, αγνοούσα και τα λιμανάκια σαν προορισμό. Είχα ακούσει βέβαια και για γυναικοπαρέες που πήγαιναν εκεί για μπάνιο, αλλά δεν...

Μέχρι που έγινα κι εγώ μέλος μιας τέτοιας γυναικοπαρέας και πέρασα ένα ολόκληρο καλοκαίρι προσπαθώντας να βολευτώ στα κατσάβραχα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη μέρα που βρέθηκα εκεί. Παρκάραμε το αυτοκίνητο και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε από ένα μονοπάτι που στην αρχή φαινόταν μια χαρά και μετά έγινε μια τρομάρα, αν σκεφτείτε ότι κουβαλούσαμε ομπρέλες, στρώματα φουσκωτά, ψυγεία, εκατό πετσέτες, ραδιόφωνα και γενικώς μια μικρή οικοσκευή. Όταν ρώτησα αν μετακομίζουμε στα νότια μου είπαν ότι θα καταλάβω όταν φτάσουμε. Και κατάλαβα, ότι άμα κατεβείς εκεί κάτω ο μόνος λόγος για να ξανανέβεις, είναι για να φύγεις. Οπότε, χρειαζόσουν ολόκληρη προίκα για να την βγάλεις.

Αφού ξεπέρασα το αρχικό σοκ του ότι δεν υπάρχει ούτε ένα δέντρο, χωρίς φουσκωτό στρώμα ο ορθοπεδικός γίνεται η αγαπημένη σου ειδικότητα, κινδυνεύεις από διάστρεμμα κάθε φορά που μπαινοβγαίνεις στη θάλασσα γιατί “δεν έχει αμμουδιά, καρδιά μου”, κινδυνεύεις με διασυρμό, πράγμα χειρότερο, από το διάστρεμμα γιατί αν δεν ξέρεις από βουτιές σκας σαν καρπούζι, αν γλιστρήσεις την ώρα που πας να βγεις σκας πάλι σαν καρπούζι, αν δεν έχεις την στοιχειώδη φυσική κατάσταση κινδυνεύεις να πνιγείς γιατί το ποδαράκι σου δεν ακουμπάει ποτέ το βυθό κι όλα αυτά υπό το εξεταστικό βλέμμα άλλων κοριτσιών, οπότε προτιμάς να πνιγείς από μόνη σου και να σε φαν τα ψάρια.

Μετά, άρχισα να χαλαρώνω και να παρατηρώ τον τόπο. Η αλήθεια είναι ότι μαζεύονται αρκετά κορίτσια, που παν με φίλους γκέι ή μόνα τους ή με άλλα κορίτσια. Πάνε πολλά ζευγάρια και η διάθεση είναι χαλαρή. Οι περισσότερες είναι γυμνόστηθες ή εντελώς γυμνές και επιδεικνύουν κοιλιακούς, μπράτσα, μπούτια κι ό,τι άλλο έχουν. Οι μη μπρατσωμένες και λίγο γεματούλες επίσης δεν καταλαβαίνουν τίποτα και απολαμβάνουν τον αττικό ουρανό στα πληθωρικά κορμιά τους, και πολύ καλά κάνουν, θάνατος στα γυμναστήρια!

Κονέ γίνονται μέσω παρεών, αν και το στυλάκι είναι λίγο μπλαζέ. Πάντως δεν έχεις και πολλά περιθώρια γιατί δεν μπορείς να παίξεις ρακέτες ή beach-volley ή κάτι ρε παιδί μου για να ’ρθούμε πιο κοντά. Όσο για μπάνιο, μην τρελαίνεστε, απλώς βουτάμε για να δροσιστούμε και επιστρέφουμε στη θεσούλα μας μέχρι να ψηθούμε κυριολεκτικά. Όχι, δεν έχω ακούσει για σεξ κατά τη διάρκεια της μέρας, όμως ξέρω κάποια one-night-stand κοριτσιών στα Λιμανάκια μετά από μπαρ.

Μετά από κείνο το καλοκαίρι δεν ξαναπήγα. Όχι ότι δεν ήταν ωραία, αλλά η τελευταία μου εμφάνιση με μπρατσάκια, πλαστικό πεδιλάκι θαλάσσης και σκουφάκι δεκαετίας ’50 ήταν το κύκνειο άσμα μου. Αν το συνιστώ; Δεν ξέρω, αν αντέχει η μέση σας κορίτσια εμένα μου περισσεύει!