10%
προηγούμενα τεύχη | σύνδεσμοι | οδηγός πόλης | INFO in english  
  περιεχόμενα τεύχους    
 
 

Το ημερολόγιο μιας λεσβίκας

Η λεσβίκα στα πρόθυρα οικογενειακών αποκαλύψεων.

Αγαπητό μου ημερολόγιο!

Κατέβηκα από το τρένο με το στομάχι φιογκάκι. Έπεσε επάνω μου η μαμά και άρχισε τις αγκαλιές και τη φλυαρία. Ο πατέρας μου μύριζε μπαρούτι. Σύντομα διαπίστωσα το λόγο.

“Καλά Ζωίτσα, δεν το χωράει ο νους μου”.

“Αντωνάκη, σταμάτα. Εδώ ήρθε το παιδί να μας δει κι εσύ τα δικά σου. Τι είπαμε;”

“Τι έγινε ρε παιδιά, πείτε και σε μένα!”

“Άκου κορίτσι μου, ο μπαμπάς σου, όπως όλοι μας δηλαδή, είναι πολύ στεναχωρημένος. Θυμάσαι το φίλο του, τον κύριο Σταύρο, και το γιο του, τον Σάκη, που πηγαίνατε μαζί σχολείο; Αυτό το παιδί λοιπόν ετοιμαζόταν να παντρευτεί. Την παραμονή του γάμου, πήγε στη νύφη, χάλασε το γάμο κι έπειτα είπε στους γονείς του ότι είναι ομοφυλόφιλος κι έφυγε από το σπίτι”.

Στην πιο κατάλληλη στιγμή ήρθες! Μπράβο! Τάδε έφη inner voice.

“Κι όπως καταλαβαίνεις οι γονείς του έχουν τρελαθεί”.

“Πως να μην τρελαθούν με τα πουστρηλίκια του κανακάρη τους; Και ποιος; Ο Σάκης, ο καλύτερος κυνηγός του νομού, έπιανε...”

“Πουλιά στον αέρα, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ήταν κυνηγός ο άτιμος;”

“Αυτό σε πείραξε εσένα κόρη μου; Γεμίσαμε ανώμαλους, κατάλαβες;”

“Άστο Αντώνη μου το παιδί, ακόμα δεν ήρθε και το πήρες απ’ τα μούτρα. Εγώ πιστεύω ότι ο καθένας πρέπει να κάνει αυτό που τον οδηγεί στην ευτυχία, όσο δύσκολο κι αν είναι, έτσι δεν είναι πουλάκι μου;”

Με κοίταξε συνωμοτικά ή μου φαίνεται; Λες να ξέρει κάτι;

“Δεν τ’ αφήνουμε λέω εγώ αυτά; Στο σπίτι όλοι καλά;”

Στο σπίτι γινόταν χαμός. Οι δυο μεγαλύτεροι αδελφοί μου με τις γυναίκες τους κι ο τρίτος ανύπαντρος, συν τ’ ανίψια μου. Σε κάποια στιγμή με ξεμονάχιασε ο ανύπαντρος, ο Βασίλης:

“Aν έχεις να πεις κάτι στο μπαμπά, με το μαλακό, έχει τσιτώσει άγρια γκάζια και μην έχουμε τίποτα ιστορίες”.

Συγγνώμη, εσύ ήρθες να τους το πεις ή να σ’ το πουν αυτοί. Μήπως ήδη το ξέρουν; Σκάσε, βρωμο-voice!

Στο τραπέζι, το κλίμα ήταν ευχάριστο ως τη στιγμή που ο μπαμπάς μου, αντικρίζοντας τον μύλο των μπαχαρικών, θυμήθηκε τον Σάκη κι άρχισε τα ψαλτήρια. Τότε μίλησε ο Τσε Γκεβάρα μέσα μου.

“Πολύ καλά έκανε. Εντάξει, τα σκάτωσε λίγο, αλλά βρήκε το θάρρος έστω και την τελευταία στιγμή να παραδεχτεί ποιος είναι πραγματικά. Να ζει μες στο ψέμα δηλαδή και να κοροϊδεύει τον εαυτό του και τους άλλους; Κι εσύ, ρε πατέρα, τι ζόρι τραβάς και μας έχεις ζαλίσει, σου ’ταξε γάμο και δεν σε πήρε;”

“Τι μας λες μωρέ, που την υπερασπίζεσαι κιόλας την πουστάρα!”

“Αντωνάκη, μη τα παιδιά!”

“Aσε μας, Ζωίτσα, που μας ήρθε από την Αθήνα μετά από έναν αιώνα να μας πουλήσει μοντέρνες ιδέες. Κρέμασμα θέλουν όλοι αυτοί να μη βρωμίζουν τον τόπο”.

“Κρέμασμα θέλουν όσοι έχουν τέτοια μυαλά και καταπιέζουν τους άλλους να ζήσουν όπως θέλουν”.

“Σε λίγο θα μας πεις ότι είσαι κι εσύ σαν κι αυτούς”.

Εμπρός Ζαν Ντ’ Αρκ μου, μην κωλώσεις τώρα, δώστα όλα! Τώρα πια τελείωσε. Τους κοίταξα όλους και μου φάνηκε ότι περίμεναν να ακούσουν κάτι που ήξεραν ήδη.

“Ε, ναι λοιπόν είμαι και αυτό ήρθα να σας πω. Μόνο που δεν χρειάστηκε να διαλύσω κανέναν γάμο πρώτα. ΕΙΜΑΙ ΛΕΣΒΙΑ!”

“ΤΙ ΕΙΣΑΙ ΛΕΕΙ;;;”

“Λεσβία, Αντώνη μου, σαν τη Σαπφώ!”

“Μαμά, τη θεία τη λένε Σαπφώ;”

Συνεχίζεται...