10%
προηγούμενα τεύχη | σύνδεσμοι | οδηγός πόλης | INFO in english  
  περιεχόμενα τεύχους    
 
 

Γνώμη

Λίγη ακόμη δυστυχία, παρακαλώ.

του Λύο Καλοβυρνά

Νέα ελληνική ταινία για την ομοφυλοφιλία βγαίνει στους κινηματογράφους. Ο σκηνοθέτης έχει τις καλύτερες προθέσεις. Δυστυχώς, και σε αυτή την περίπτωση, ο δρόμος προς την κόλαση είναι σπαρμένος με καλές προθέσεις.

Σπάνια γυρίζονται ταινίες στην Ελλάδα με ομοφυλοφιλική θεματολογία. Ήταν λοιπόν εύλογος ο ενθουσιασμός μας όταν μάθαμε για το Γαλάζιο φόρεμα, του Γιάννη Διαμαντόπουλου. Άλλωστε, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης κέρδισε βραβεία A` γυναικείου ρόλου (Ράνια Οικονομίδου), φωτογραφίας, ενδυματολογίας, μοντάζ, μακιγιάζ, και ΕΤΕΚΤ, ενώ ο Γιώργος Νανούρης έχασε το βραβείο Α` αντρικού ρόλου για μία ψήφο.

Εμείς δεν θα κρίνουμε την ταινία ως ταινία· αυτό είναι δουλειά των κριτικών κινηματογράφου. Ωστόσο, είναι ακριβοδίκαιο να αναφέρουμε την άρτια ηθοποιία όλων των συντελεστών, την πολύ καλή φωτογραφία και ήχο (διόλου δεδομένα σε ελληνικές παραγωγές), τα κουστούμια και την έλλειψη αναχρονισμών.

Ως θεατές, όμως, το Γαλάζιο φόρεμα μας θύμωσε και μας απογοήτευσε. Αιτία; H μαγιά του έργου: το σενάριο. Από τα γεννοφάσκια της έβδομης τέχνης, κυριαρχούν δύο μόνιμα στερεότυπα απεικόνισης των ομοφυλόφιλων: ως ελαφρόμυαλες, χαρούμενες, διασκεδαστικές, ασέξουαλ αδερφές που είναι καλές για παρέα και κέφι αλλά μέχρι εκεί. Ή ως κάργα δυστυχισμένους, προβληματικούς, ψυχικά άρρωστους που βρίσκουν κακό τέλος – συνήθως δε με ολίγη από εγκληματικότητα στο βιογραφικό τους. Μόνο πρόσφατα αρχίσαμε σε mainstream ταινίες να παρατηρούμε μια απόκλιση από αυτά τα δύο χιλιοειπωμένα στερεότυπα.

Χωρίς να περιμένουμε στρατευμένες ροζ ταινίες όπου το γκέι ζευγάρι θα χαθεί χέρι-χέρι στο ηλιοβασίλεμα, σίγουρα περιμένουμε μια πιο σύγχρονη και ανανεωμένη ματιά πάνω στο πολύπλευρο θέμα της ομοφυλοφιλίας. Φευ, το Γαλάζιο φόρεμα, αποτίνει φόρο τιμής στο κλασικό στερεότυπο του γκέι ως περιθωριακού παρία που του είναι γραφτό να βρει άσχημο τέλος αλλά και να πάρει κι άλλους στο λαιμό του καθώς κατρακυλά στον αναπόφευκτο κατήφορό του.

Δεν μπορέσαμε να μην αναρωτηθούμε γιατί εν έτει 2006 ένας σκηνοθέτης να κάνει μια τέτοια επιλογή. Γιατί από όλες τις πραγματικότητες της ομοφυλοφιλίας που υπάρχουν πλέον στην εποχή μας επέλεξε την πλέον στερεοτυπική και μάλιστα μία που ελάχιστα ανταποκρίνεται στη ζωή όπως τη ζούμε οι περισσότεροι γκέι.

Για να λύσουμε την απορία μας ρωτήσαμε τον σκηνοθέτη Γιάννη Διαμαντόπουλο. Η συνομιλία μας μαζί του επέτεινε αντί να λύσει την απορία μας. Διότι ο Γιάννης Διαμαντόπουλος μας είπε πράγματα με τα οποία συμφωνούσαμε.

Γιατί επιλέξατε έναν δυστυχισμένο γκέι για ήρωα;

«Στο πρόσωπο του ήρωα έδειξα όλους τους άλλους που τους επιβάλλεται από την κοινωνία πώς να ζουν. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που προσπαθεί να κερδίσει την ισορροπία του, την αποδοχή της κοινωνίας, να κρατηθεί από κάτι για να μπορέσει να προχωρήσει να τα βγάλει πέρα, να ζήσει. Δυστυχώς δεν τα καταφέρνει, του στερείται το όποιο δικαίωμα ζωής. Δεν θα ήθελα η ταινία να εστιάσει μόνο στο συγκεκριμένο πρόβλημα, αλλά να καταλάβουμε ότι η συγκεκριμένη διαφορετικότητα και το «άλλο» περιλαμβάνει όλους τους ανθρώπους που είναι διαφορετικοί με άλλο τρόπο και όχι απαραίτητα στις σεξουαλικές προτιμήσεις. Αυτή η "ακραία" ζωή περιλαμβάνει όλους τους ανθρώπους που είναι διαφορετικοί. Ελπίζω όταν βγει κανείς από την αίθουσα να βασανιστεί στη σκέψη του, να μιλήσει με τον εαυτό του και να καταλάβει κάτι».

Γιατί διαλέξατε μια ακραία ιστορία που ελάχιστα ανταποκρίνεται πλέον στην τρέχουσα πραγματικότητα;

«Δεν μπορείς να πάρεις την ιστορία ενός ανθρώπου που ζει καλά, πάει στα μπαρ και έχει μια φυσιολογική ζωή. Αυτό δεν έχει ενδιαφέρον. Παίρνεις μια περίπτωση που ο ήρωας ανησυχεί και υποφέρει, όχι που τα έχει βρει με τους πάντες. Εύχομαι όλος ο κόσμος να είναι καλά, αλλά εγώ πήρα μια περίπτωση που είναι προβληματική. Έκανα μια κοινωνία άρρωστη και ένα Γιώργο άρρωστο. Τι νόημα να κάνεις σινεμά για κάτι που είναι εντάξει;»

Αξιέπαινες οι προθέσεις του Γιάννη Διαμαντόπουλου. Μόνο που οι προθέσεις του δεν μπορούσαν να απέχουν περισσότερο από το αποτέλεσμα. Βγαίνοντας από το σινεμά, οι υποψιασμένοι (εμείς οι γκέι, οι φίλοι μας) νιώθουμε όχι «βασανισμένοι στη σκέψη μας» αλλά έξω φρενών που γι’ άλλη μια φορά προτάσσεται το τόσο παρωχημένο πρότυπο της ψυχανώμαλης αδερφής που είναι καταδικασμένη στη δυστυχία και τη μιζέρια, έρμαιο της κοινωνίας και της μοίρας. Οι ανυποψίαστοι (όσοι δεν έχουν σχέση με το φρούτο που λέγεται γκέι) θα δουν την ταινία και θα επιβεβαιώσουν άλλη μια φορά ότι: «Να τα χάλια τους, μες στη δυστυχία είναι» ή «Πω πω το παιδί! Τι σκληρή μοίρα του έλαχε. Φτου φτου φτου, μη μου βγει κι εμένα το παιδί μου γκέι και ζήσει τέτοια ζωή».

Και περί «διαφορετικότητας» συμφωνούμε απόλυτα με τον σκηνοθέτη. Μόνο που υπάρχουν πολλοί τρόποι να πραγματευτεί κανείς τη διαφορετικότητα. Το να την απεικονίζεις ως μονόδρομο προς τη δυστυχία σίγουρα δεν είναι ο βέλτιστος τρόπος για να προβληματίσεις το κοινό σου θετικά· απλώς του εμπεδώνεις την ήδη κυριαρχούσα προκατάληψη.

Επίσης μπορεί να έχει μεγάλο νόημα «να κάνεις σινεμά για κάτι που είναι εντάξει». Ακόμα και το πλέον τετριμμένο και το «εντάξει» μπορεί να ειπωθεί με διεισδυτικό και πρωτοποριακό τρόπο. Αλλά δεν είναι το ότι καταπιάνεται με μια «έναν άρρωστο ήρωα σε μια άρρωστη κοινωνία» που κάνει το Γαλάζιο φόρεμα παρωχημένο. Είναι η ματιά που ρίχνει πάνω σε αυτόν τον ήρωα – μια ματιά άκρως στερεοτυπική και κλασική.

Η ζοφερή οπτική γωνία που επιλέγει ο σκηνοθέτης γίνεται κατανοητή διαβάζοντας μια άλλη του συνέντευξη, όπου λέει: «Αν αποκλίνεις της ουράς, δεν ακολουθήσεις τον προπορευόμενο και κινηθείς λίγο πιο αριστερά ή δεξιά φέρνεις μια ανεπίτρεπτη «ανωμαλία» στον κοινωνικό κύκλο. Αυτή η «ανωμαλία» πληρώνεται από το κοινωνικό σύνολο με αποκλεισμό. Σφραγίζεσαι, θεωρείσαι επικίνδυνος, άχρηστος και πολλές φορές αντιμετωπίζεσαι ως εστία μόλυνσης».

Ενδεχομένως ο Γιάννης Διαμαντόπουλος να μη γνωρίζει ότι υπάρχουν αναρίθμητες περιπτώσεις ανθρώπων που ξεστρατίζουν από την «ουρά» και όχι μόνο δεν περιθωριοποιούνται, αλλά ζουν πολύ καλύτερα.

Και τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι δεν πρέπει να γυρίζονται ταινίες που μας παρουσιάζουν άσχημα; Όχι βέβαια! Απλώς, ο κινηματογράφος, η τηλεόραση και οι διαφημίσεις είναι η πιο τρέχουσα γλώσσα μας. Από εκεί μαθαίνουμε τι σημαίνει να είμαστε άνθρωποι, πώς να ερωτευόμαστε, πώς να ζούμε, τι να περιμένουμε από τη ζωή. Εκεί βλέπουμε τα πιο δυνατά πρότυπα πάνω στα οποία βασίζουμε τη ζωή μας. Γυρίζοντας λοιπόν μια ταινία, ένας σκηνοθέτης κάνει μια πολιτική πράξη, ενισχύοντας ή αμφισβητώντας στερεότυπα και μύθους. Ποια ακριβώς ήταν η πρόθεση του συγκεκριμένου σκηνοθέτη; Αν πρόθεσή του Διαμαντόπουλου με το Γαλάζιο φόρεμα ήταν «κανείς να σκεφτεί πάνω στο θέμα και να έχει την κατανόηση, ώστε να δει ότι ο άλλος έχει το δικαίωμα να έχει διαφορετικός», με τον τρόπο που πραγματεύεται το θέμα, αυτό το δικαίωμα οδηγεί στην τιμωρία, το ζόφο και την καταστροφή.