10%
προηγούμενα τεύχη | σύνδεσμοι | οδηγός πόλης | INFO in english  
  περιεχόμενα τεύχους    
 
 

Αν υποψιαστώ

Ο καλός, ο κακός και ο... γκέι

του Νίκου Μελά

Χρειάστηκε το «ιερόσυλο» Brokeback Mountain για να μάθουμε πως ακόμα και οι σκληροτράχηλοι καουμπόηδες μπορεί  να έχουν μια πολύ μαλακή και τρυφερή καρδιά.

Όλοι είμαστε λίγο πολύ εξοικειωμένοι με τη ζωή των καουμπόηδων. Σκληρή δουλειά στο ράντσο με γελάδια και πρόβατα, όλη τη μέρα πάνω στη σέλα, κακουχίες, σκληρές συνθήκες διαβίωσης. Σκεφτείτε απλώς τους άντρες της Marlboro και της Levi’s...

Για τους Αμερικάνους, οι καουμπόηδες είναι κάτι περισσότερο από φωτομοντέλα: είναι το πολιτιστικό ανάλογο των δικών μας κλεφτών και των αρματολών. Αυτοί που διακινδύνευαν τη ζωή τους εποικίζοντας την Άγρια Δύση, αντιμετωπίζοντας τους (κακούς, εννοείται) Ινδιάνους και σπρώχνοντας τα σύνορα της χώρας τους μέχρι τον Ειρηνικό. Είναι αναπόσπαστο τμήμα της «αμερικάνικης μυθολογίας», αλλά και ζωντανό κομμάτι της κουλτούρας των αμερικάνικων πεδιάδων.

Έτσι αναπόφευκτα και από πολύ νωρίς το Χόλιγουντ καταπιάστηκε μαζί τους παράγοντας κάθε δυνατό σενάριο και προσθέτοντας λίγο αλατοπίπερο από Τρένα που Σφύριζαν Τρεις Φορές (High Noon), Κόκκινα Ποτάμια (Red River), Ταχυδρομικές Άμαξες (Stage Coach), κτλ. Όμως παρότι οι ωραίες γυναίκες, ή τα «κορίτσια» των σαλούν ήταν το κινηματογραφικό ίνδαλμά τους, από πολύ νωρίς άρχισαν να γίνονται στα γουέστερν, από καλυμμένα μέχρι εντελώς απροκάλυπτα, νύξεις για τις ιδιαίτερες σεξουαλικές προτιμήσεις των καουμπόηδων.

Δεν ευθύνονταν γι’ αυτό ούτε οι γκέι ή bi ηθοποιοί που ενσάρκωναν ρόλους σκληρών (βλ. Montgomerry Clift, Burt Lancaster, Marlon Brando, Carry Grant), ούτε οι κρυφογκέι σεναριογράφοι, ούτε το «αδελφοκρατούμενο» (πλην όμως λογοκρινόμενο) Χόλιγουντ. Αυτή ήταν η ωμή πραγματικότητα, που απλώς η θεοφοβούμενη και ΜακΚαρθική Αμερική αρνείτο επί έναν αιώνα να δει κατάματα: η ομοφυλοφιλία ήταν (είναι;) αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής στο ράντσο.

Ήδη από το 1882 η εφημερίδα Texas Livestock Journal σημείωνε ότι: «αν μπορούσε να γραφτεί η κρυφή ιστορία της φιλίας των σκληρών και πιθανώς αμόρφωτων καουμπόηδων, θα ήταν τόσο ρομαντική και αλτρουιστική όσο εκείνη του Δάμωνα και του Φιντία». Οι δύο τελευταίοι, αρχαίοι συμπατριώτες μας, ήταν εραστές που η αγάπη τους έμεινε στην Ιστορία όταν ο Δάμων δέχτηκε να πάρει αυτός τη θέση του καταδικασμένου σε θάνατο, πολυαγαπημένου του Φιντία (ας σημειωθεί ότι ο τύραννος Διονύσιος μόλις το έμαθε τους ελευθέρωσε και τους δύο –happy end!).

Κάτω από τις σκληρές συνθήκες ζωής, στη μοναξιά της υπαίθρου, με δεδομένη την έλλειψη οικογένειας, το «δέσιμο» των καουμπόηδων ήταν αναπόφευκτο. Στο ράντσο «το φιλαράκι» ήταν το μοναδικό συναισθηματικό αποκούμπι που είχε κανείς. Ήταν και η μοναδική σεξουαλική διέξοδος σε μια εποχή που η ομοφυλοφιλία όπως την ξέρουμε σήμερα (ως ψυχική ή ηθική ασθένεια) δεν υπήρχε.

Υπάρχουν αμέτρητα πειστήρια στα λαϊκά ποιήματα, σε παλιές φωτογραφίες, σε μυθιστορήματα, σε ιστορίες και παραδόσεις. Οι καουμπόηδες κοιμόνταν σε ζευγάρια, στο ίδιο το κρεβάτι με τον φίλο τους, όχι μόνο στα κρύα του χειμώνα, αλλά και το καλοκαίρι όταν μετακόμιζαν στα λιβάδια.

Έσπαζαν τη ρουτίνα της ζωής στο ράντσο με χορούς «μόνο για άντρες» όπου χόρευαν αγκαλιασμένοι τρυφερά μεταξύ τους. Για να ξεχωρίζουν ποιος έκανε τα γυναικεία βήματα έδεναν ένα μαντήλι στο μπράτσο, ή ακόμη πιο απλά ντύνονταν με γυναικεία ρούχα! Ακόμη κι αν ήταν παρούσες, η γυναίκα και οι κόρες του γαιοκτήμονα ήταν εντελώς απροσπέλαστες, για λόγους τιμής και ηθικής τάξεως.

Έτσι δεν προξενεί έκπληξη ότι πολλοί άντρες ξαλάφρωναν με την «αμοιβαία παρηγοριά», έναν τρυφερό, ευφημιστικό όρο για τις σεξουαλικές σχέσεις ανάμεσά τους. Παρότι συνήθως οι σχέσεις άρχιζαν αυθόρμητα, υπάρχουν αναφορές ότι σε αρκετά ράντσα, οι επιστάτες παρότρυναν τους πιο μεγάλους καουμπόηδες να αναπτύξουν σεξουαλικές σχέσεις με τους νεώτερους. Με αυτό τον τρόπο εξασφάλιζαν τη συναισθηματική σταθερότητα των εργατών τους και επιπλέον πετύχαιναν το σφίξιμο των δεσμών και την αλληλεγγύη ανάμεσά τους – σημαντικές αρετές για τη ζωή στο ράντσο και την επιβίωση στην Άγρια Δύση.

Εκτός από τις χαρούμενες μελωδίες με το μπάντζο που εξελίχτηκαν στη μουσική «country», η μουσική παράδοσή τους έχει αφήσει στην αιωνιότητα πολλά «βρώμικα» καουμπόικα τραγούδια που μιλάνε απερίφραστα για το πρωκτικό σεξ, το μέγεθος του πούτσου και την αρρενωπότητα. Άλλα περιγράφουν ρομαντική αγάπη ή τρυφερή φιλία και άλλα βιασμούς. Αν αναλογιστεί κανείς ότι τα λαϊκά τραγούδια είναι αποτέλεσμα συλλογικής προσπάθειας, είναι προφανές ότι τα συγκεκριμένα αντανακλούσαν τα ενδιαφέροντα εκείνων που τα τραγουδούσαν. Επιπλέον, ο καουμπόικος όρος «σουάσον νεφ» που ήταν κοινότατος στους αγελαδάρηδες της Νεβάδα την δεκαετία του 1920 και προέρχεται από τη γαλλική λέξη soixante neuf (69), συμπληρώνει τα παραπάνω και δίνει μιαν άλλη, ενδιαφέρουσα διάσταση στην «αμοιβαία παρηγοριά».

Παρότι τον 19ο αιώνα υπήρχαν σε όλες τις πολιτείες νόμοι για τη «σοδομία», αυτοί εφαρμόζονταν επιλεκτικά και μόνον όταν γίνονταν καταγγελίες ή όταν επιδιώκονταν άλλοι σκοποί (πολιτικοί ή οικονομικοί). Γι’ αυτό κι οι καουμπόηδες μπορούσαν να τραγουδούν χωρίς κανένα πρόβλημα τραγούδια τύπου:

 

My lover is a cowboy,
He's kind, he's brave, he's true;
He rides the Spanish pony
And throws the lasso too;

And when he comes to see me
And our vows we have redeemed,
He puts his arms around me
And then begins to sing:

Oh, I am a jolly cowboy,
From Texas now I hail,
Give me my saddle and pony
And I'm ready for the trail.

I love the rolling prairie
Where we are free from care and strife,
And behind a herd of long-horns,
I will journey all my life.

Ο αγαπητικός μου είναι καουμπόης,
Είναι καλός, γενναίος και πιστός.
Το ισπανικό του πόνι καβαλά
και ρίχνει το λάσο του.

Κι όταν έρχεται να με δει,
τους όρκους μας κρατάμε,
τα μπράτσα του γύρω μου τυλίγει
και πιάνει το τραγούδι:

Είμαι ένας χαρούμενος καουμπόης,
Απ’ από το Τέξας κρατά η σκούφια μου,
πιάστε μου τη σέλα και το πόνι μου
κι είμαι έτοιμος για τα βοσκοτόπια.

Μ’ αρέσει τ’ ανοιχτό λιβάδι
όπου δεν έχουμε τσακωμούς και έγνοιες
πίσω από ένα κοπάδι με γελάδια
θα ταξιδεύω τη ζωή μου όλη.

 

(καταγραφή 1870-1880, Τέξας)

 

 

Παρ’ όλα αυτά, οι καουμπόηδες του 19ου αιώνα (όπως και όλοι οι ομοφυλόφιλοι πριν τον 20ο αιώνα) δεν ήταν γκέι με τη σημερινή έννοια του όρου. Ήταν άντρες που έκαναν έρωτα με άντρες, αλλά η σεξουαλικότητά τους δεν ήταν το κύριο στοιχείο που τους καθόριζε κοινωνικά. Μπορεί μέσα από την ομοσεξουαλικότητά τους να εξέφραζαν την αμοιβαία εμπιστοσύνη και τα βαθύτερα συναισθήματά προς τους συντρόφους τους, αλλά ήταν πρωτίστως καουμπόηδες και τα υπόλοιπα ήταν μέρος μιας μεμονωμένης εμπειρίας – που απλώς κρατούσε μιαν ολόκληρη ζωή!