Η Γνώμη του 10%

Fuck me blind

Η γνώμη του 10%

του Αυγουστίνου Ζενάκου

Fuck me blind ή γιατί είμαι κατά των αντιρατσιστικών νόμων. Μια ανάλυση για την ελευθερία του λόγου και τον μισαλλόδοξο λόγο.


Αντί εισαγωγής: μια ιστορία από τη Νότια Καρολίνα

 




Jarman_Fuck_me_blind
Derek Jarman, «Fuck me blind», 1993,
λάδι σε καμβά, 252x179εκ., ιδιωτική συλλογή
Καθώς ξεσπούσε η επιδημία του AIDS, το μένος κατά των ομοφυλοφίλων βρήκε άλλον έναν τρόπο να εκφραστεί. Η ευθύνη για την επιδημία αποδόθηκε στους ομοφυλόφιλους. Αλλά δεν ήταν μόνο η θρησκόληπτη Δεξιά που υποστήριξε κάτι τέτοιο, με τη μεταφυσική προσέγγισή της, την τιμωρία εξ ουρανού για τις παρά φύση υπερβάσεις όσων ακόμη σήμερα οι περισσότερες Εκκλησίες θεωρούν, στην καλύτερη περίπτωση, ψυχασθενείς. Υπήρξαν –και αυτοί, από μια άποψη, ήταν πιο επικίνδυνοι– και κοσμικοί κύκλοι, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, που υποστήριξαν ότι για τη μάστιγα του AIDS ευθύνονταν οι ομοφυλόφιλοι και στήριξαν τη θέση τους όχι στις απαγορεύσεις της Αγίας Γραφής αλλά στις παρατηρήσεις τους για τις έκφυλες σεξουαλικές πρακτικές των ομοφυλοφίλων. Υποστήριξαν ότι η ίδια η φύση του πάθους της ομοφυλοφιλίας, καθ' ότι δεν οδηγεί στην τεκνοποίηση και στην κοινωνική ομαλότητα της οικογένειας, είναι ανεξέλεγκτη, με αποτέλεσμα οι ομοφυλόφιλοι να οδηγούνται υποχρεωτικά σε έκλυτες, επισφαλείς και ανεύθυνες σεξουαλικές πρακτικές, που είχαν ολέθρια αποτελέσματα.

Διάσημος, τουλάχιστον στις ΗΠΑ από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 ως τα μέσα της δεκαετίας του 1990, εκπρόσωπος αυτής της συλλογιστικής ήταν ο Τζέρι Κ. Ντάρμαν, δημοσιογράφος το επάγγελμα, με αξιοσημείωτη σταδιοδρομία σε ειδησεογραφικά δίκτυα, κυρίως τοπικής εμβέλειας, άνκορμαν επί σειρά ετών της διαβόητης εκπομπής «Say it like it is!» και δις εκλεγμένος γερουσιαστής (R) για τη Νότια Καρολίνα. Από νωρίς αντιλήφθηκε την έκταση που θα έπαιρνε η επιδημία του AIDS και ήταν από τους πρώτους που έσπευσε να τη συνδέσει με τους ομοφυλόφιλους. Υποστήριξε, μάλιστα, σε σειρά εμφανίσεών του στην τηλεόραση, ότι η επιδημία αυτή ανεδείκνυε επιτέλους το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση των φυσιολογικών ανθρώπων να μιλήσουν για το αίσχος, και τόνισε την ανάγκη μιας επικοινωνιακής εκστρατείας που να αφυπνίσει τις συνειδήσεις της ηθικής πλειοψηφίας.

Το 1988 ίδρυσε την A.S.W. Inc («Americans for the Straight Way», προφανές λογοπαίγνιο ανάμεσα στη λέξη «straight», ετεροφυλόφιλος, και στη βιβλική «ευθεία» ή «ορθή οδό», όπως στο «for the straight way is lost», κατά την αγγλική απόδοση του στίχου του Δάντη), σκοπός της οποίας ήταν η εκπόνηση και η χρηματοδότηση της επικοινωνιακής αυτής εκστρατείας. Από το 1988 ως το 1994, η A.S.W. Inc συγκρότησε μια ευρεία ομάδα από σχεδιαστές, διαφημιστές και δημοσιογράφους και χρηματοδότησε περισσότερες από 100 διαφημιστικές εκστρατείες, σε περιοδικά, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, διαφημιστικούς πίνακες στους αυτοκινητόδρομους και σε στάσεις μέσων μαζικής μεταφοράς, κυρίως στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ. Η δημιουργική φαντασία αλλά και η σκληρότητα των εκστρατειών αυτών είναι παροιμιώδης. Διασημότερο ίσως παράδειγμα, η εξπρεσιονιστική αφίσα που κυκλοφόρησε το 1993 σε χιλιάδες αντίτυπα, με το σλόγκαν «Fuck me blind»: ως γνωστόν, ένα από τα πρώτα δεινά των νοσούντων από AIDS, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια, ήταν η τύφλωση, και η αφίσα επιστράτευε τη γνωστή αθυρόστομη έκφραση σεξουαλικού πόθου για να υπενθυμίσει ότι η τύφλωση των ομοφυλοφίλων δεν ήταν παρά αναπόφευκτη απόρροια του έκφυλου πάθους τους για σεξ. Η δράση της A.S.W. Inc σταμάτησε μόνο λόγω του αιφνιδίου θανάτου του εμπνευστή της από εγκεφαλικό επεισόδιο, το 1994, μολονότι υπήρξαν πολλές προσπάθειες έκτοτε για την ανασύστασή της.

Το σκεπτικό του νόμου: ο λόγος σου, ο λόγος μου

Είναι αλήθεια ότι οι ΗΠΑ ξεχωρίζουν κάπως, σε σχέση με την Ευρώπη, στην ανάδειξη τόσο ακραίων μορφών όπως ο Τζέρι Κ. Ντάρμαν. Μολοντούτο, αυτό που θα ονομάζαμε «μισαλλόδοξο λόγο» ευδοκιμεί παντού και δημιουργεί πολλά προβλήματα, έστω και αν φορείς του δεν είναι χαρισματικοί δημιοσιογράφοι από τη Νότια Καρολίνα αλλά έλληνες νεοναζί με ελλειπείς ιστορικές γνώσεις. Σε κάθε περίπτωση, οι περισσότερες δυτικές χώρες έχουν είτε ψηφίσει είτε συζητούν να ψηφίσουν νόμους που να ελέγχουν την άρθρωση μισαλλόδοξου λόγου. Η υπόθεση των νόμων αυτών, που έχει επικρατήσει να τους λέμε αντιρατσιστικούς, ανακινήθηκε ηχηρά στην Ελλάδα (στο ελληνικό Δίκαιο πρόκειται για τον ν.927/1979) με τη μήνυση κατά του Κωνσταντίνου Πλεύρη για το βιβλίο του «Εβραίοι - Όλη η αλήθεια».[i] Ανακινήθηκε ξανά με την αγωγή του Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ κατά του Λύο Καλοβυρνά και τη δημοσίευση από το περιοδικό 10% διαμαρτυρίας κατά της αγωγής, όπου εζητείτο και η «επέκταση του Νόμου στα ΛΟΑΤ άτομα», κάτι που αποτελεί πάγια διεκδίκηση μιας μερίδας τουλάχιστον της ΛΟΑΤ κοινότητας εδώ και χρόνια.[ii]

Οι αντιρατσιστικοί νόμοι εμφανίζουν, βέβαια, ποικιλία ως προς τις νομικές τους λεπτομέρειες, ενώ διαφορές σημαντικές στη λειτουργία και στην ερμηνεία τους μπορεί να προκύψουν από τις διαφοροποιήσεις στα Δίκαια διαφορετικών χωρών. Το σκεπτικό τους, ωστόσο, είναι κοινό και τα επιχειρήματα που το στηρίζουν είναι πολιτικά.[iii] Επιπροσθέτως, η συλλογιστική που επιστρατεύουν όχι μόνο οι κατά τόπους υπέρμαχοί τους αλλά και τα υπερεθνικά όργανα, από τα οποία οι υπέρμαχοι αντλούν νομιμοποίηση και κύρος, για να υποστηρίξουν την αναγκαιότητα τέτοιων νόμων, δεν είναι βασισμένη σε νομική επιχειρηματολογία αλλά σε πολιτική, σε μια επίκληση των αρχών που διέπουν τις δημοκρατικές πολιτείες και στις οποίες, ρητά ή άρρητα, οι πολίτες των δημοκρατικών χωρών υπάγονται.

Θα ήθελα σε τούτο το σημείο να δηλώσω τη συμπάθειά μου προς τους στόχους των υπέρμαχων των αντιρατσιστικών νόμων. Συμφωνώ μαζί τους ότι ζητούμενο είναι η εξάλειψη του ρατσισμού από τις κοινωνίες. Και σίγουρα, σε ένα πιο ρεαλιστικό επίπεδο, δεν θα ήθελα καθόλου να δω τον Μητροπολίτη Σεραφείμ ή τον Κωνσταντίνο Πλεύρη να «ενηλικιώνονται» και να αποκτούν την αυτοπεποίθηση και τον κοινωνικό αντίκτυπο ενός Τζέρι Κ. Ντάρμαν, κατακλύζοντας τον δημόσιο χώρο με συνθήματα μίσους και μισαλοδοξίας. Μολαταύτα, είμαι απολύτως εναντίον της ύπαρξης των αντιρατσιστικών νόμων. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί.

Το σκεπτικό των αντιρατσιστικών νόμων είναι το εξής: Άτομα ή/και ομάδες υποφέρουν από διακρίσεις. Μολονότι οι κοινωνίες λαμβάνουν μέτρα εξάλειψης αυτών των διακρίσεων σε διάφορα επίπεδα, ο μισαλλόδοξος λόγος αυτός καθαυτόν, είτε δηλαδή οδηγεί σε πράξεις είτε όχι, συνιστά προσβολή των ατόμων και των ομάδων. Ακόμη περισσότερο, η προσβολή αυτή έχει ειδικό βάρος διότι διαιωνίζει μια ιστορική αδικία, εντείνει την κοινωνική αδυναμία των ομάδων αυτών και αποτελεί έναν τρόπο αποκλεισμού των θυμάτων της από την ισότιμη συμμετοχή στην κοινωνική διάδραση. Κατ' επέκταση, ο μισαλλόδοξος λόγος μπορεί να οδηγήσει σε γενίκευση των αισθημάτων μίσους ή και σε πράξεις εναντίον των ατόμων και των ομάδων αυτών. Έτσι, αν και γενικώς ο λόγος είναι ελεύθερος, ο μισαλόδοξος λόγος απαγορεύεται και η έκφρασή του τιμωρείται.

Με νομικούς όρους, πρόκειται για έναν περιορισμό του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης. (Υπάρχουν και άλλοι: η εξύβριση, φερ' ειπείν, ή η δυσφήμιση απαγορεύονται.) Με γλωσσικούς όρους, πρόκειται για μια περίπτωση όπου ο ένας εκφερόμενος λόγος επιφέρει τη σίγαση του άλλου λόγου, ο οποίος θα μπορούσε να αρθρωθεί αλλά σιγάται λόγω της ύπαρξης του πρώτου. Η έννοια της «προσβολής», δηλαδή, έχει εδώ πολύ πιο βαθύ νόημα απ' ό,τι, λόγου χάρη, στην περίπτωση της εξύβρισης: η ιστορικά αδύναμη ομάδα δεν υφίσταται απλώς έναν ανεπιθύμητο ή ψευδή χαρακτηρισμό αλλά εμποδίζεται ενεργητικά από το να αρθρώσει τον δικό της λόγο, από το να εκφραστεί η ίδια. Ο ρατσιστικός αλλά και ο ομοφοβικός και ο σεξιστικός λόγος αποτελούν δηλαδή μια επιβολή που καθιστά κοινωνικά άφωνη την ομάδα που τους υφίσταται. Γι' αυτό και, παρά την ποικιλία των νόμων που καλύπτουν διαφορετικές πλευρές του ζητήματος σε διαφορετικά Δίκαια, μπορούμε να πούμε ότι το σκεπτικό των αντιρατσιστικών νόμων αφορά εξίσου τον μισαλλόδοξο λόγο σε σχέση με τον ρατσισμό (σε εκφράσεις όπως τα αντισημιτικά βιβλία), την ομοφοβία (σε εκφράσεις όπως οι δηλώσεις του Μητροπολίτη Πειραιώς) και τον σεξισμό (σε εκφράσεις όπως η πορνογραφία).[iv] Έτσι λοιπόν, ο μισαλλόδοξος λόγος όχι μόνο δεν πρέπει να καλύπτεται από το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης αλλά συνιστά μια απόπειρα καταστολής αυτού ακριβώς του δικαιώματος, όπως δικαιούνται να το ασκούν οι αδύναμες ομάδες. Εν τέλει, ο περιορισμός του μισαλλόδοξου λόγου αποτελεί την ενσάρκωση μιας διαδεδομένης πεποίθησης στα δημοκρατικά κράτη, όπου ο ρατσισμός, η ομοφοβία και ο σεξισμός αντιμετωπίζουν μια γενικευμένη συμβολική απαξίωση, η οποία αντανακλά μια σχεδόν καθολική καταδίκη.

Αντιρρήσεις και αντικρούσεις: και οι ηλίθιοι πρέπει να είναι ελεύθεροι

Οι συνήθεις αντιρρήσεις για την ύπαρξη των αντιρατσιστικών νόμων είναι τριών κατηγοριών, καμία από τις οποίες δεν πιστεύω ότι αποτελεί ιδιαίτερα αποτελεσματική κριτική ή, τουλάχιστον, το σκεπτικό των νόμων μοιάζει αρκετά καλά οπλισμένο απέναντί τους:

Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει κάποιου είδους καταδίκη της πολυνομίας και μια προσπάθεια λογικής αντίκρουσης του σκεπτικού, ρωτάει δηλαδή αφ' ενός γιατί δεν επαρκούν οι υπάρχοντες νόμοι, οι οποίοι απαγορεύουν τόσο την προσβολή συγκεκριμένων ατόμων όσο και τις πράξεις βίας εναντίον τους, και αφ' ετέρου, αφού το σκεπτικό του νόμου αντανακλά μια σχεδόν καθολική καταδίκη του μισαλλόδοξου λόγου στους κόλπους των δημοκρατικών κοινωνιών, γιατί είναι απαραίτητος ο νόμος; Το ζήτημα είναι, όμως, ότι οι αντιρατσιστικοί νόμοι προστατεύουν άτομα ως μέλη μιας ομάδας, από την προσβολή που υφίστανται ακριβώς λόγω της ιδιότητάς τους ως μελών. Πέραν της νομικής εκλέπτυνσης (ότι δηλαδή με τους νόμους αυτούς ένα θύμα διακρίσεων δεν προστατεύεται μόνο αν θιγεί προσωπικά αλλά και αν θιγεί η ομάδα στην οποία ανήκει), υπάρχει εδώ και η πλήρωση μιας κοινωνικής επιταγής: η κοινωνία εκφράζει τη δυσανεξία της προς τον μισαλλόδοξο λόγο, έστω και αν δεν θίγεται κανένα συγκεκριμένο άτομο. Ο νόμος αποτελεί μήνυμα και ως τέτοιο εκφράζει την κοινωνία που οραματιζόμαστε. Όσο για τη λογική αντίκρουση, δεν είναι και τόσο λογική, από τη στιγμή που και ο φόνος καταδικάζεται καθολικά αλλά εξακολουθούμε να πιστεύουμε στην ανάγκη ύπαρξης ενός νόμου που τον απαγορεύει.

Jarman7Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει την επίκληση της υπερβολικής ευρύτητας του σκεπτικού των αντιρατσιστικών νόμων. Το ερώτημα που τίθεται είναι, λόγου χάρη, πώς ορίζεται ποιος προστατεύεται από τον νόμο και τι θα γίνει αν κάποιος αρχίσει να καταφέρεται στερεοτυπικά εναντίον των ξανθών, των φαλακρών, των οπαδών του Ολυμπιακού; Η αλήθεια είναι ότι η κριτική αυτή αγγίζει ένα καίριο ζήτημα, τη δυσκολία ορισμού. Αστοχεί, ωστόσο, επειδή επικεντρώνεται στο πώς ορίζεται το θύμα αντί να επικεντρωθεί στο πώς ορίζεται ο μισαλλόδοξος λόγος. Θα επιστρέψω σε αυτό πιο κάτω, πάντως η απάντηση σε αυτή την κατηγορία κριτικής είναι ότι δεν αρκεί ο στερεοτυπικός λόγος για να θεμελιωθεί η μισαλλοδοξία. Ο λόγος πρέπει και να καταφέρεται εναντίον μιας ιστορικά αδύναμης ομάδας. Πρέπει δηλαδή ο λόγος να εκφέρεται από θέση σχετικής ισχύος προς την ομάδα που θυματοποιείται - ή μάλλον, ακριβέστερα, γι' αυτό ακριβώς ο λόγος επιφέρει τη θυματοποίηση: επειδή εκφέρεται από θέση σχετική ισχύος. Και αφού, φυσικά, οι ιστορικά αδύναμες ομάδες δεν μπορούν απλώς να καταλογογραφηθούν, καθ' ότι εξαρτώνται από εξελισσόμενες κοινωνικές αντιλήψεις, ο ορισμός τους ως ιστορικά αδύναμων επιτυγχάνεται μέσω του εντοπισμού των κλάδων βάσει των οποίων ιστορικά αρθρώνονται οι διακρίσεις: καταγωγή, φύλο, θρησκεία, κοκ. Φυσικά, από πρακτική άποψη, οι διάφοροι νόμοι εμφανίζουν ανακολουθίες –εξ ου και το αίτημα της ελληνικής ΛΟΑΤ κοινότητας για «επέκταση»– όμως το σκεπτικό είναι ενιαίο στο ζήτημα της ιστορικής αδυναμίας.

Η τρίτη κατηγορία κριτικής είναι και η πιο συχνή: πρόκειται για την άποψη ότι η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί καθολικό δικαίωμα και δεν μπορεί να περιοριστεί για κανέναν, όσο απεχθείς και αν είναι οι απόψεις του.[v] Δεν θα ασχοληθώ με τα νομικά αντεπιχειρήματα (συνοπτικά, ότι η ελευθερία της έκφρασης δεν είναι απεριόριστη αλλά υπόκειται σε συγκεκριμένους νομικούς περιορισμούς, ένας εκ των οποίων είναι οι αντιρατσιστικοί νόμοι), αυτό το κάνουν εξαιρετικά οι νομικοί, αλλά με το πολιτικό νόημα της «καθολικότητας». Πρόκειται για την άποψη που συνοψίζεται στην περίφημη ρήση, η οποία αποδίδεται συνήθως στον Βολταίρο: «Διαφωνώ με αυτό που λες αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες». Ένας από τους πυλώνες της φιλελεύθερης σκέψης, η καθολικότητα του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης θα μπορούσε να αντικρούσει ακόμη και τους νομικούς περιορισμούς, υποστηρίζοντας ότι ως κοινωνική αξία, η προστασία της ελεύθερης έκφρασης έχει μεγαλύτερο βάρος από την προστασία συγκεκριμένων ομάδων. Ακόμη περισσότερο, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ όπου εντοπίζεται η πλουσιότερη νομολογία και νομική και πολιτισμική θεωρία σχετικά με την 1η Τροπολογία, έχει πειστικά διατυπωθεί η άποψη ότι η ελευθερία της έκφρασης εμπλουτίζει το δημόσιο διάλογο και συνεισφέρει στην πρόοδο της κοινωνίας και ότι αυτό ισχύει ίσως ακόμη πιο πολύ σε περιπτώσεις όπου ο εκφερόμενος λόγος είναι απεχθής ή γενικώς καταδικαστέος, αφού έτσι επιτυγχάνεται η ευρεία κατανόηση του γιατί είναι καταδικαστέος. Όπως έχει λεχθεί, καθήκον του φιλελεύθερου ανθρώπου είναι να υπερασπίζεται πρωτίστως το δικαίωμα να διατυπωθούν απόψεις με τις οποίες διαφωνεί, έτσι ώστε να εξασφαλίζει τη ζωντάνια της δημόσιας συζήτησης, όπου και ο ίδιος έχει την ευκαιρία να πείσει για τη δική του θέση. (Υπάρχει εδώ και μια προέκταση ακόμη της φιλελεύθερης σκέψης: αν αρνηθούμε στους εκφραστές του μισαλλόδοξου λόγου την ελευθερία της έκφρασης, τους επιτρέπουμε να αυτοπαρουσιάζονται ως διεκδικητές οι ίδιοι του δικαιώματος που στερούνται: δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου το βασικό επιχείρημα νεοναζί ή αρνητών του Ολοκαυτώματος ήταν το δικαίωμά τους στην ελευθερία της έκφρασης. Το βασικό πρόταγμα της φιλελεύθερης, προοδευτικής σκέψης, έτσι, το σφετερίζεται η ακροδεξιά.)

Από τις τρεις κατηγορίες κριτικής αυτή είναι η πιο σημαντική. Ωστόσο, και αυτή αποτυγχάνει τελικά να συγκροτήσει ένα πειστικό επιχείρημα και η αιτία δεν είναι, όπως προείπα, τα νομικά αντεπιχειρήματα περί περιορισμού κτλ. Οι τρόποι να προσεγγίσει κανείς το γιατί είναι δύο:

Πρώτον, η καθολικότητα είναι μια έννοια που ισχύει εντός ενός περιγεγραμμένου χώρου. Η ελευθερία της έκφρασης δεν είναι αποσυνδεδεμένη από αυτό το οποίο εκφράζεται. Με άλλα λόγια, αν αυτό το οποίο εκφράζεται εμπίπτει σε έναν χώρο συναίνεσης, τότε η καθολικότητα ισχύει. Αν δεν εμπίπτει εκεί, τότε η καθολικότητα απλώς δεν έχει νόημα, είναι μια κούφια έννοια. Προσοχή: «συναίνεση» δεν σημαίνει συμφωνία εδώ. Προφανώς μπορούν να εκφραστούν αντιθετικοί λόγοι. Ως «χώρος συναίνεσης» ορίζεται ο χώρος όπου εκφέρεται λόγος, ο οποίος δεν είναι επικίνδυνος για τη συνέχιση ύπαρξης της συναίνεσης. Η «διαφωνία» είναι επιτρεπτή στον βαθμό στον οποίον δεν είναι καταλυτική για τη συναίνεση, δεν απειλεί δηλαδή την ίδια την αρμονική συνύπαρξη εντός της κοινότητας. Από εκεί και πέρα, είναι θέμα άποψης να πούμε αν ο εκάστοτε μισαλλόδοξος λόγος εμπίπτει σε αυτόν τον χώρο ή μένει εκτός. Μόνο, όμως, αν δεχτούμε ότι βρίσκεται εντός έχει κάποιο νόημα να επικαλεστούμε την καθολικότητα της ελευθερίας της έκφρασης.[vi] Και αυτό ακριβώς είναι που δεν δέχονται οι υπέρμαχοι των αντιρατσιστικών νόμων.

Δεύτερον, ο μισαλλόδοξος λόγος έχει μια ιδιαίτερη φύση, που δεν τον καθιστά ακριβώς μια «άλλη άποψη» που να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μιας «διαφωνίας». Το ζήτημα με τον μισαλλόδοξο λόγο είναι ακριβώς ότι επιβάλλει τη σιωπή στον άλλο. Το θύμα του μισαλλόδοξου λόγου, ακριβώς λόγω της στοχοποίησης που υφίσταται, λόγω των συνεπειών του λόγου, δεν μπορεί να «διαφωνήσει» με οποιονδήποτε κοινωνικά αποτελεσματικό τρόπο. Η έκφραση δηλαδή του φορέα της μισαλλοδοξίας φιμώνει το θύμα. Έτσι, το να υπερασπιστεί κανείς την καθολικότητα της ελευθερίας της έκφρασης σε αυτή την περίπτωση, σημαίνει το να καταργεί την ίδια καθολικότητα σε σχέση με το θύμα. Το αδιέξοδο είναι προφανές.

Όπως νόμος ορίζει: πολεμήστε το AIDS, σκοτώστε μια αδερφή

Σε μια διαδικτυακή συζήτηση όπου υποστήριξα ότι το ζήτημα με τους αντιρατσιστικούς νόμους δεν είναι βασικά νομικό αλλά πολιτικό, πήρα την απάντηση ότι η πολιτική ως κοινή βούληση αποτυπώνεται δεσμευτικά με τη νομοθεσία. Αυτό είναι φυσικά σωστό. Αρκεί, βέβαια, η νομοθεσία να γνωρίζει και να κατανοεί σε τι μας δεσμεύει. Αν δεν μπορεί να ορίσει σε τι μας δεσμεύει, ο νόμος όχι μόνο δεν εκφράζει την πολιτική ως κοινή βούληση αλλά την προδίδει. Οι αντιρατσιστικοί νόμοι είναι ίσως το ισχυρότερο παράδειγμα μιας νομοθεσίας που παρανοεί αυτό επί του οποίου νομοθετεί, δεν γνωρίζει τη φύση του πράγματος που αποπειράται να ρυθμίσει. Και είναι σε αυτό το σημείο όπου το σκεπτικό των αντιρατσιστικών νόμων, αδιάβλητο μολονότι είναι στις συνήθεις αντιρρήσεις που εξέθεσα πιο πάνω, αποκαλύπτεται ως απελπιστικά αφελές.

Για να το ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξαρχής: όταν προσπαθείς να νομοθετήσεις κατά του λόγου, προσπαθείς να ρυθμίσεις τη γλώσσα. Θα περίμενε κανείς λοιπόν να είσαι σίγουρος ποιον λόγο προσπαθείς να περιορίσεις και υπό ποια έννοια προσπαθείς να ρυθμίσεις τη γλώσσα. Οι αντιρατσιστικοί νόμοι δεν είναι καθόλου σίγουροι.

Θα έλεγε κανείς ότι δεν είναι δύσκολο να συμφωνήσουμε ότι ορισμένα πράγματα αποτελούν μισαλλόδοξο λόγο. (Ελπίζω να μη χρειάζεται αλλά ας υπενθυμίσω εδώ ότι η έννοια «λόγος» δεν σημαίνει «λέξεις» αλλά γλωσική έκφραση, τουτέστιν, λέξεις γραπτές ή προφορικές, εικόνες, χειρονομίες, σύμβολα κτλ.) Η σβάστικα, λόγου χάρη. Ή ο φασιστικός χαιρετισμός. Επίσης, τα συνθήματα που προάγουν τη βία κατά των ομοφυλοφίλων, συχνά γραμμένα σε τοίχους ή στο διαδίκτυο - διάσημο ανάμεσά τους, το αμερικανικό: «Fight AIDS Kill a Quere» [sic]. Ή, βέβαια, η πορνογραφία, η οποία αντικειμενοποιεί τη γυναίκα και την καθιστά ακούσιο υποχείριο της ανδρικής απόλαυσης.

 

jarman art 5
Derek Jarman, Dizzy Bitch, October 1993
Μακάρι να ήταν έτσι. Δεν θα ξεχάσω την αντίδραση γερμανίδας επιμελήτριας στην ατομική έκθεση του Poka-Yio, το 2004, όταν αντίκρυσε τις σβάστικες στον χώρο. Σε ένα βίντεο, λάβαρα σαν αυτά της γνωστής ναζιστικής συγκέντρωσης στη Νυρεμβέργη, παρήλαυναν αναγράφοντας στο κάτω μέρος τους διάφορες περιοχές: Γλυφάδα, Γαλάτσι, Χαλάνδρι... Σε έναν τοίχο, μια τεράστια σβάστικα είχε ζωγραφιστεί με σοκολάτα από μια τούρτα. Για τους περισσότερους, το όλο ζήτημα ήταν μια οξεία, σαρκαστική ματιά στο νεοναζισμό. Όχι για την γερμανίδα συνάδελφο. «Δεν έπρεπε να το κάνει αυτό» έλεγε και ξανάλεγε.

Το «Fight AIDS Kill a Quere» είναι έργο του Ντέιβιντ Γουονάροβιτς – μια φωτογραφία ενός γκράφιτο (εξ ου και η ανορθογραφία), που προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στην έκθεση «Witnesses: Against Our Own Vanishing», το 1989.[vii] Πολλοί αναρωτήθηκαν: άραγε η φράση αυτή προκαλεί λιγότερο πόνο επειδή δεν την βλέπει κανείς στο δρόμο αλλά σε έναν εκθεσιακό χώρο; Ο Γουονάροβιτς, οξύτατος γκέι ακτιβιστής, πέθανε από AIDS το 1992.

Αν πάει κανείς στην έκθεση «Pop Life» της Tate Modern ως τις 17 Ιανουαρίου 2010 μπορεί να δει μια πρώτης τάξεως τσόντα, σε ύφος amateur. Δεν έχει, σας το λέω εκ πείρας, τίποτε να ζηλέψει από τις καλύτερες ιστοσελίδες με ερασιτεχνικές τσόντες - ίσα ίσα, η ήπια αμηχανία της και η κάπως άγαρμπη περίπτυξη που απεικονίζει, εντείνουν τον ερεθισμό για τους connoisseurs. Πρόκειται για έργο της Άντρεα Φρέιζερ («Untitled», 2004), όπου εμφανίζεται η ίδια να κάνει σεξ με έναν άνδρα επί μακρόν. Ο άνδρας είναι συλλέκτης. Πλήρωσε 20.000 δολάρια για να κάνει σεξ με την καλλιτέχνιδα. Και του ανήκει και το έργο.

Για όσους μπουν στον πειρασμό να θεωρήσουν ότι επέλεξα τρία σπάνια παραδείγματα, σπεύδω να πω ότι τα παραδείγματα είναι αναρίθμητα: από τον Αλέξανδρο Ψυχούλη, έκθεση του οποίου το Κέντρο Σιμόν Βίζενταλ είχε εισηγηθεί στον Κώστα Σημίτη να την κλείσει, ως τον Αντρές Σεράνο που, μολονότι Λατινοαμερικανός, κατηγορήθηκε ότι ηρωοποιεί τα μέλη της Κου-Κλουξ Κλαν, και από τον Ρόμπερτ Μέιπλθορπ, που κατηγορήθηκε ως ρατσιστής και δοξάστηκε ως ανατρεπτικός, ως την Σου Κόου, φεμινίστρια καλλιτέχνιδα που κατηγορήθηκε από φεμινίστριες ότι απενοχοποιεί τον βιασμό.[viii]

Τα παραδείγματα δεν είναι πολλά μόνο επειδή η ανατροπή και η πρόκληση των στερεότυπων αντιλήψεων αποτελεί ισχυρή τάση της τέχνης της εποχής μας. Ούτε μόνο επειδή πολλοί καλλιτέχνες είναι ταυτόχρονα και ακτιβιστές, ειδικά σε ζητήματα ταυτότητας, όπως ο ρατσισμός ή τα φύλα, με αποτέλεσμα σύγχρονη τέχνη και σύγχρονος ακτιβισμός να πλησιάζουν τόσο πολύ σε ορισμένες περιπτώσεις ώστε να είναι αδιαχώριστα. Τα παραδείγματα είναι πολλά διότι μέρος του τι ορίζει αυτό που ονομάζουμε σύγχρονη τέχνη έγκειται στη συνείδηση της γλωσσικής υπόστασής της υπό τις δομικές γλωσσικές θεωρίες, καθώς και τη θεωρία της αποδόμησης. Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι η τέχνη που ορίζει την εποχή μας, με οποιοδήποτε κριτήριο θα δεχόταν μια θεωρία της τέχνης που σέβεται τον εαυτό της, είναι ακριβώς αυτή.

Θα μπορούσε, βέβαια, να ρωτήσει κανείς: και τι μ' αυτό; Εδώ μιλάμε για ανθρώπινες ζωές, οι καλλιτέχνες είναι το πρόβλημα; Με μια λέξη: ναι. Αλλά για να μην είμαι κρυπτικός ούτε υπερβολικός, λέω ότι με προθυμία θα εξέταζα μια πρόταση που θα υποστήριζε ότι θα έπρεπε να θυσιάσουμε την τέχνη, αν μπορούσε να επιλύσει τα ακόλουθα τρία προβλήματα:

Πρώτον, το ζήτημα δεν είναι τόσο αν θα θυσιάζαμε την τέχνη για να διασώσουμε την προστασία των αδύναμων ομάδων όσο το τι δείχνει η θυσία αυτή για τους νόμους που συζητάμε. Με άλλα λόγια, ο νόμος δεν μπορεί να ορίσει καν τι θεωρεί μισαλλόδοξο λόγο. Και πώς να το ορίσει ο νόμος, όταν δεν μπορούν καν να το ορίσουν τα θύματα; Για κάποια θύματα ρατσισμού, ο Poka-Yio είναι με το μέρος τους, για άλλα είναι κατάπτυστος. Για κάποιους γκέι, ο Γουονάροβιτς ήταν ακτιβιστής, για κάποιους μισητός. Για κάποιες φεμινίστριες, η Φρέιζερ κάνει ακτιβιστική τέχνη, για άλλες κάνει πορνό. Να μην αναφέρω καν, ξεφεύγοντας προς στιγμήν από τη σύγχρονη τέχνη, ότι για υπολογίσιμη μερίδα θυμάτων ρατσισμού, ο «Χωκ Φιν» του Μαρκ Τουέιν αποτελεί εξέχον παράδειγμα μισαλλόδοξου λόγου, ενώ για άλλη μερίδα αποτελεί μια ήπια και σαρκαστική ανατροπή του. Αν ο νόμος, λοιπόν, μπορούσε να μας αιτιολογήσει με το ίδιο σκεπτικό γιατί ο Ρόμπερτ Μέιπλθορπ είναι μισαλλόδοξος, ας τον θυσιάσουμε. Δεν μπορεί όμως. Και δεν μπορεί επειδή επιμένει να παραβλέπει τη φύση της γλώσσας: είναι το πλαίσιο που παράγει την ερμηνεία, η ερμηνεία δεν είναι εγγενής στο σώμα της γλώσσας. Το «Fight AIDS Kill a Quere» μπορεί να είναι μισαλλόδοξο ή ανατρεπτικό, καταπιεστικό ή χειραφετητικό, αναλόγως ποιος, πού και υπό ποιες συνθήκες το λέει. «Κάθε θεωρία λογοκρισίας πρέπει να διαθέτει μια θεωρία ερμηνείας.»[ix] Οι αντιρατσιστικοί νόμοι διαθέτουν μια θεωρία λογοκρισίας δίχως να διαθέτουν μια θεωρία ερμηνείας.

Δεύτερον, η θυσία της τέχνης αυτής θα ήταν η θυσία ενός από τα καταφύγια του ριζοσπαστικού λόγου στη σύγχρονη εποχή. Είναι βέβαιο ότι νόμοι κατά τεκμήριο προοδευτικοί, δέχονται να καταπνίξουν κάτι τέτοιο ως παράπλευρη απώλεια; Τι ακριβώς οδηγεί μια κοινωνία στο σημείο όπου υφίσταται η «γενική καταδίκη», για την οποία μιλούσαμε πιο πάνω, αν όχι η ριζοσπαστική σκέψη; Πιστεύει κανείς ότι οι ριζοσπαστικές πρωτοπορίες είναι διακοσμητικά στοιχεία μιας κοινωνίας; (Αν ναι, εύχομαι να πιστεύει ότι η οικολογία είναι απάτη, ότι δεν υφίσταται υπερθέρμανση, μόλυνση ή οτιδήποτε τέτοιο, διότι οι πιο ριζοσπαστικές και πιο ευφάνταστες οικολογικές προτάσεις αυτή τη στιγμή διατυπώνονται στην τέχνη.[x])

Τρίτον, η τέχνη δεν είναι το μόνο είδος λόγου που επιστρατεύει την τακτική της οικειοποίησης για να παραγάγει νέο νόημα. Σε έναν σημαντικό βαθμό, όλος ο ακτιβιστικός λόγος το πράττει. Και αυτό δεν είναι τυχαίο: η ακτιβιστική αυτή τακτική προέρχεται από τη γλωσσική συμπεριφορά των ίδιων των αδύναμων ομάδων, των ίδιων των θυμάτων της μισαλλοδοξίας. Έχω ξανά αναφερθεί στη χρήση της λέξης «nigger» στο πλαίσιο της μαύρης υποκουλτούρας - ακούστε ένα κομμάτι χιπ χοπ, αν έχετε αμφιβολία. Σε αυτή, ας προσθέσω τη χρήση της λέξης «bitch» από τις μαύρες γυναίκες (και, σταδιακά, και από λευκές), «dyke» από τις λεσβίες, «queer» από τους γκέι, καθώς και τη χρήση της πορνογραφίας από μερίδα φεμινιστριών (θανάσιμων εχθρών της Κάθριν ΜακΚίνον, ασφαλώς!), μερίδα ομοφυλοφίλων και λεσβιών, καθώς και ακτιβιστών του AIDS. Ειρήσθω εν παρόδω, ας αναφέρω το όνομα που επέλεξε η γκέι ακτιβιστική οργάνωση «Queer Nation» για την ομάδα οροθετικών μελών της: «Infected Faggot». Είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κανείς με αυτές τις ακτιβιστικές πρακτικές, είτε πιστεύει ότι φέρνουν αποτέλεσμα είτε όχι, είναι αδύνατον να ξεπεράσει το γεγονός ότι η χρήση της γλώσσας είναι χειραφετητική ή, το λιγότερο, έχει αυτή την πρόθεση.

Τελικά, όμως, ίσως υπάρχει κάτι να λεχθεί και για την αποτελεσματικότητα ενός τέτοιου νόμου, όχι όμως με την έννοια της πολυνομίας, όπως στην κριτική που παρουσίασα πιο πάνω, αλλά πάλι σε σχέση με τη γλώσσα. Ο ρατσισμός, η ομοφοβία, ο σεξισμός είναι πρωτίστως γλωσσική υπόθεση: κατοικούν στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα, στο ίδιο το σύστημα αντίληψής μας. Οι αντιρατσιστικοί νόμοι, ακόμη και αν παραβλέψουμε την απουσία ερμηνευτικής θεωρίας που τους καθιστά αφελείς, δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν παρά ιδιαιτέρως «υψηλές» εκφάνσεις της γλωσσικής αυτής πραγματικότητας: βιβλία, δημόσιες δηλώσεις, ιστοσελίδες κτλ. Δεν βλέπω πώς μπορούν να αντιμετωπίσουν τη γλώσσα σε ένα πολύ πιο βασικό επίπεδο, όπως στο ακόλουθο παράδειγμα:

Μιλούσα με μια φίλη και της ανέπτυσα τη συλλογιστική που κατέγραψα εδώ, καταλήγοντας να πω ότι δεν είμαι στην πραγματικότητα εναντίον οποιασδήποτε νομοθεσίας. Απεναντίας, είπα, θα μπορούσα να δεχτώ ένα «θετικό» νομοθέτημα, ας πούμε έναν νόμο που αποπειράται να καταπολεμήσει τον ρατσισμό προβλέποντας χρηματοδότηση για την αποκατάσταση εβραϊκών μνημείων ή θεσπίζοντας πανεπιστημιακά τμήματα για τη μελέτη του Ολοκαυτώματος.

«Α, να τα γράψεις αυτά» μου είπε. «Να τα γράψεις οπωσδήποτε.»

«Γιατί;» ρώτησα.

«Θα αρέσουν στους Εβραίους.»

Δεν βλέπω πώς οι αντιρατσιστικοί νόμοι μπορούν να κάνουν οτιδήποτε για αυτόν τον ρατσισμό.

 

Αντί επιλόγου: ένας κομψός γραφικός χαρακτήρας

Η κατεστημένη αντίληψη για τον νόμο τον θέλει να αντιδρά σε ένα δεδομένο κοινωνικό –καλύτερα: πολιτισμικό– παράδειγμα. Προϋποτίθεται δηλαδή ένα διαμορφωμένο κοινωνικό πεδίο που διέπεται από μια σειρά πολιτισμικές συμπεριφορές, τις οποίες ο νόμος έρχεται να ρυθμίσει. Αυτό που η κατεστημένη αντίληψη παραβλέπει είναι ότι ο «...νόμος δεν αντιδρά απλώς στις πολιτισμικές τάσεις. Αλλά, επίσης, τις αντανακλά, τις ενισχύει και τις δημιουργεί.»[xi] Αυτό είναι λίγο ως πολύ αναπόφευκτο, γι' αυτό και ο κίνδυνος που παρουσιάζει η ύπαρξη ενός νόμου, ο οποίος δεν κατανοεί το ίδιο το πεδίο που αποπειράται να ρυθμίσει, πιστεύω ότι είναι μεγαλύτερος από αυτόν που επικαλείται και από τον οποίον υποτίθεται ότι μας προστατεύει. Δεν θα δίσταζα στιγμή να πω ότι όλοι οι αντιρατσιστικοί νόμοι πρέπει να καταργηθούν αμέσως, έστω και αν εξακολουθώ να βδελύσσομαι τον μισαλλόδοξο λόγο, και όσο και αν απεύχομαι το να εμφανιστεί στο μέλλον μια A.S.W. Inc και ένας Τζέρι Κ. Ντάρμαν. Γιατί, φυσικά, ούτε A.S.W. Inc ούτε Τζέρι Κ. Ντάρμαν υπήρξε ποτέ.

Υπήρξε, ωστόσο, ο Ντέρεκ Τζάρμαν, πρωτοπόρος κινηματογραφιστής, συγγραφέας, ζωγράφος και ακτιβιστής, έργο του οποίου είναι το «Fuck me blind». Μακράν του να αποτελεί, φυσικά, ένα σύνθημα μίσους κατά των ομοφυλοφίλων, ο πίνακας είναι μια απεγνωσμένη, σκοτεινή κραυγή ενός ανθρώπου που την ύστατη στιγμή έχει το κουράγιο να αρθρώσει αυτό το φρικτό, αμφίσημο λογοπαίγνιο με τη σεξουαλικότητα και την αρρώστια που τον κατασπάραζε. «Και καθώς ο χρόνος γινόταν όλο και περισσότερο το πολυτιμότερο αγαθό που διέθετε, όλη η διαδικασία τελείωσε σε λίγες ώρες. Σταγόνες αίματος εμφανίζονται στη γραφή του πίνακα με τη μορφή κηλίδων πορφυρής μπογιάς. Θυμάμαι τον Ντέρεκ, σχεδόν τυφλό, να αναρρώνει από μια κρίση πλήρους τύφλωσης, γονατισμένο στα τέσσερα με ένα παλιό κουτάλι να ξύνει μανιασμένος την υγρή μαύρη μπογιά που είχε απλώσει πάνω από το αφοπλιστικά γοητευτικό eau de nil χρώμα του φόντου. Ο περίφημος κομψός του γραφικός χαρακτήρας είχε μετατραπεί σε μια κραυγή οργής.»[xii] Ο Ντέρεκ Τζάρμαν πέθανε από AIDS το 1994.

Οι κάτωθι σημειώσεις δεν είναι πλήρεις, καθ' ότι το ιστολόγιο δεν ενδείκνυται γι' αυτό. Όποιος χρειάζεται επιπλέον πληροφορίες για κάτι που αναφέρεται στο κείμενο και δεν διαθέτει παραπομπή, ας μου στείλει ένα e-mail.

Το παρόν άρθρο είναι αναδημοσίευση από το ιστολόγιο του Αυγουστίνου Ζενάκου Τεχνηέντως.



[i] Για την υπόθεση Πλεύρη, βλ. E-Lawyer, «Η υπόθεση του βιβλίου Πλεύρη στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου».

[ii] Για το ιστορικό της υπόθεσης Σεραφείμ - Καλοβυρνά, βλ. Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία, «Ο άγιος ένα εκατομμύριο θέλει (μόνο)». Για τη διαμαρτυρία, βλ. 10%, Προστασία των γκέι, λεσβιών, αμφισεξουαλικών και τρανς ατόμων της Ελλάδας από κηρύγματα μίσους. Παράπλευρη υπόθεση, αυτή του Γιάννη Χάρη, βλ. Γιάννης Η. Χάρης, «Η Εβδομάδα του Σωλήνα Α.Π.Α.Σ». Για τη νομική ανάπτυξη της επέκτασης του νόμου στα ΛΟΑΤ άτομα, βλ. E-Lawyer, «Επέκταση της αντιρατσιστικής νομοθεσίας στα ΛΟΑΤ άτομα».

[iii] Είναι μάλλον περιττό να υπενθυμίσω ότι δεν είμαι νομικός. Ζητήματα συνταγματικότητας ή νομικής αρτιότητας τα αφήνω έξω από τούτη την ανάπτυξη. Για μια υποστηρικτική παρουσίαση του νόμου, βλ. E-Lawyer, «Μερικές σκέψεις για τον αντιρατσιστικό Ν.927/1979». Για την αντίθετη άποψη, βλ. Αναμόρφωση, «Κατά του Ν. 927/1979 Ι» (σύνδεσμοι εκεί και για τα επόμενα). Πλείστες όσες ανταλλαγές απόψεων στα σχόλια.

[iv] Για το ζήτημα της πορνογραφίας ως μισαλλόδοξου λόγου, η επιφανέστερη ανάλυση απαντάται στο έργο των Catharine MacKinnon και Andrea Dworkin, ενδεικτικά στο: Catharine MacKinnon and Andrea Dworkin, Pornography and Civil Rights: A New Day for Women's Equality, Organizing Against Pornography, 1988. Για τη σύνδεση της πορνογραφίας με τους αντιρατσιστικούς νόμους, βλ. Amy Adler, «What's Left? Hate Speech, Pornography, and the Problem for Artistic Expression», California Law Review, Δεκέμβριος 1996.

[v] Για μαχητικές αναπτύξεις - και τα πολύ ενδιαφέροντα σχόλιά τους - σχετικά με την καθολικότητα του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, βλ. Αθήναιου Βορβορυγμοί, «Υπόθεση Κώστα Πλεύρη (updated)» και Σουφραζέτα, «In the time of judges...».

[vi] Περισσότερα για τη συναίνεση ως προϋπόθεση της ελευθερίας της έκφρασης έγραψα εδώ: «Εμβόλιμα (περί λογοκρισίας 2)».

[vii] Για μια κριτική της έκθεσης, βλ. John Russel, «Images of Grief and Rage In Exhibition on AIDS».

[viii] Για πληθώρα παραδειγμάτων, καθώς και εκτενή παρουσίαση του αμφίρροπου τρόπου με τον οποίο προσλήφθηκαν, βλ. Amy Adler, ό.π.

[ix] Amy Adler, ό.π. σ. 1541.

[x] Για πέντε καλλιτέχνες που διατυπώνουν οικολογικές προτάσεις, έγραψα εδώ: «Στοχασμός στο πράσινο».

[xi] Για μια ανάπτυξη του πώς συμπεριφορά και νομική απαγόρευση συνιστούν μέρη μιας ενιαίας κουλτούρας (ειδικά στην περίπτωση των νόμων κατά της παιδικής πορνογραφίας), βλ. Amy Adler, «The Perverse Law of Child Pornography», Columbia Law Review, Μάρτιος 2001, σ. 87.

[xii] Για το πλήρες κείμενο, βλ. Richard Salmon, «Derek Jarman», 1η Μπιενάλε της Αθήνας 2007 «Destroy Athens», κατ. έκθ., Εκδόσεις Futura & Μπιενάλε της Αθήνας, 2007, σ. 144.

  • Δημιουργήθηκε στις

Το περιεχόμενο αυτής της σελίδας του 10% χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές.
Άδεια Creative Commons

web+programming makebelieve

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 170 guests και κανένα μέλος