Μίρο Πασκάλεβ: «Δεν το διαφημίζω. Δεν το κρύβω»
Φτου & βγαίνω
του Δημήτρη Αγγελίδη
Ξεκάθαρος με τους δικούς τους και τη ζωή του, ο Μίρο Πασκάλεβ είναι από τη Βουλγαρία αλλά η ιστορία του είναι πολύ ελληνική.
Μεγάλωσε στη Βουλγαρία, σε μια εποχή που τα γκέι μπαρ δεν επιτρέπονταν και το Διαδίκτυο δεν υπήρχε με τη σημερινή του μορφή. Στην Ελλάδα ήρθε ως διπλωμάτης στο μορφωτικό τμήμα της βουλγάρικης πρεσβείας το ’90. Δεν άντεξε το ασφυκτικό περιβάλλον του διπλωματικού σώματος πάνω από τέσσερα χρόνια κι έπιασε δουλειά ως υπεύθυνος βαλκανικών χωρών σε μια βελγική εταιρεία εισαγωγών, γεγονός που του επέτρεπε να πηγαινοέρχεται μεταξύ Αθήνας, όπου ζούσε με τη σχέση του, και Βρυξελλών. Τα τελευταία χρόνια ήταν υπεύθυνος μάρκετινγκ σε εταιρεία ειδών σπιτιού κι όταν αυτή έκλεισε, άνοιξε ένα gay-friendly μαγαζί, το Tit. Δεν διαφημίζει τη σεξουαλικότητα του αλλά δεν την κρύβει κιόλας.
Γκέι μπαρ δεν είχαμε στη Σόφια, Ίντερνετ δεν υπήρχε, και εκμεταλλευόμασταν γενέθλια και γιορτές ή μαζευόμασταν χωρίς ιδιαίτερο λόγο τα Σάββατα. Έτσι γνωριζόμασταν κι ανταλλάζαμε εμπειρίες, ο ένας με τον άλλο, ή πάλι στα πάρκα, στο Ορλόφ Μοσκτ και το Κριστάλ μπροστά στο Εθνικό Θέατρο, όπου οι πιθανότητες να βρεις κάποιον ήταν μεγάλες. Μην ξεχνάς ότι η Βουλγαρία ήταν χώρα κομμουνιστική και δεν υπήρχαν οργανώσεις και γκέι περιοδικά να ενημερωθούμε.
Το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό ήταν στο Βερολίνο το ’84, 21 χρονών, μόλις μπήκα στο Πανεπιστήμιο. Το Ανατολικό Βερολίνο είχε μόνο ένα μπαρ κάπως γκέι, σήμερα θα το λέγαμε gay-friendly. Καλύτερα από τη Σόφια, αλλά το μεγάλο σοκ το έπαθα όταν πέρασα στο Δυτικό Βερολίνο. Από μια πόλη συντηρητική, κλεισμένη πίσω από ένα τείχος, χωρίς νυχτερινή ζωή, βρέθηκα σ’ έναν κόσμο λαμπερό, με μπαρ, σάουνες, ανθρώπους να περπατούν ελεύθερα στο δρόμο. Όταν επέστρεψα, μου πήρε δυο μήνες να συνειδητοποιήσω τι είχα ζήσει. Μου φαινόταν σαν όνειρο, σαν ταινία.
Η σύγκρουση με το σπίτι ήρθε στα 25 μου. Μόλις είχα τελειώσει το πανεπιστήμιο και είχα πιάσει δουλειά. Στο πάρτι ενός φίλου με είδε ένα παιδί, βρήκε τη διεύθυνσή μου και μου έγραψε. Εγώ έλειπα από το σπίτι λίγες μέρες. Επέστρεψα Κυριακή, πάνω στο οικογενειακό τραπέζι. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει και την οικογένεια την είχε αναλάβει ο θείος μου. Κάθε Κυριακή μαζευόμασταν στο σπίτι και τρώγαμε όλοι μαζί, ο θείος μου, η θεία μου, τα ξαδέρφια μου, η αδελφή μου και η μάνα μου. Εκείνη την Κυριακή ήταν μια ατμόσφαιρα βαριά, δεν πολυμιλούσαν, λες κι είχε πεθάνει κάποιος. Τους ρωτούσα τι συμβαίνει, δεν απαντούσαν. Όταν τελειώσαμε το φαγητό, ο θείος μου έβγαλε από την τσέπη του το γράμμα του παιδιού και άρχισε να το διαβάζει φωναχτά. Ήταν μια πλήρης ερωτική εξομολόγηση, πώς με έβλεπε στο πάρτι, πώς ήθελε να με φιλήσει, τι ήθελε να του κάνω, πώς φανταζόταν τη σχέση μας.
Όσο o θείος μου διάβαζε, σκεφτόμουν τι να απαντήσω και έκλινα προς το να τα αρνηθώ όλα. Για κάποιο λόγο αισθανόμουν λίγο ένοχος, ενώ ήξερα ότι δεν είχα κάνει τίποτα κακό. Όταν τελείωσε, βρήκα τη δύναμη και είπα: «Ε, και; Έχω τελειώσει το πανεπιστήμιο, δουλεύω, δεν σας έχω ρεζιλέψει σε τίποτα». Η μάνα μου σηκώθηκε να κλείσει τα παράθυρα να μην ακούνε οι γείτονες. «Τι κάνω στην προσωπική μου ζωή», είπα, «είναι δικό μου θέμα».
Για ένα μήνα, ζούσα έναν ψυχολογικό πόλεμο. Μου έκαναν παρατηρήσεις για το παραμικρό. Έβγαινα το βράδυ, μου έλεγαν ότι η ζωή που κάνω θα με καταστρέψει. Έμενα σ’ ένα φίλο, μου έλεγαν ότι θα χαραμίσω την καριέρα μου. Έβαζα ένα ρούχο πιο περίεργο, μου έλεγαν ότι δεν είναι αρκετά ανδρικό. Λες κι έπρεπε να φοράω μόνο πουκάμισα και μπλε παντελόνια. Η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Έτυχε να συναντήσω έναν παλιό συμφοιτητή που έψαχνε συγκάτοικο για να μοιράζεται τα έξοδα και του είπα ότι με ενδιέφερε. Κι όταν μια μέρα ο θείος μου μού πέταξε: «Αν είσαι άνδρας, να φύγεις από το σπίτι», του απάντησα: «Θα σου αποδείξω ότι είμαι». Μάζεψα τα πράγματά μου και την επομένη έφυγα.
Ήρθα στην Ελλάδα το Νοέμβριο του ’90 κατά τύχη. Όταν άλλαξε η κατάσταση στη Βουλγαρία, η Nova Democracia έψαχνε να βρει νέους ανθρώπους για το διπλωματικό σώμα, πέρασα τις εξετάσεις κι ήρθα στο μορφωτικό τμήμα της πρεσβείας. Το διπλωματικό σώμα είναι ένας πολύ κλειστός κύκλος, με αντιζηλίες και πισώπλατα μαχαιρώματα. Η υποκρισία είναι μάλλον ο κανόνας. Πολλοί γνωστοί μου διπλωμάτες έχουν παντρευτεί για κοινωνική φιγούρα, για να έχουν μια συνοδό δίπλα τους στις συναντήσεις, και από πίσω κάνουν ό,τι μπορείς να φανταστείς. Ένας από τους λόγους που έφυγα ήταν αυτή η διπλή ζωή.
Ήμουν πάντοτε χαμηλού προφίλ και έτσι παραμένω. Δεν το διαφημίζω, ούτε όμως το κρύβω αν με ρωτήσουν. Εξαρτάται πάντα και από το πώς σε ρωτάνε και γιατί. Αν δεν μου αρέσει ο τρόπος, μπορεί να απαντήσω ότι δεν τους αφορά η προσωπική μου ζωή.
Με τους δικούς μου ανθρώπους θέλω να είμαι τελείως ξεκάθαρος. Όταν έφυγα από το σπίτι, στην αρχή δεν είχαμε καμία επαφή μεταξύ μας. Με τη μητέρα μου και την αδερφή μου μιλήσαμε μετά από τρεις μήνες. Βασικό υπαίτιο θεωρούσα τον θείο μου. Αν τύχαινε να βρεθούμε σε οικογενειακές συγκεντρώσεις, φρόντιζα να μείνουμε σε μια τυπική χειραψία και τίποτε άλλο. Μιλήσαμε ξανά μετά από οκτώ χρόνια, όταν εγώ είχα έρθει πια στην Ελλάδα κι εκείνος ήρθε να επισκεφτεί την ξαδέλφη μου. Τότε του το ξεκαθάρισα: «εγώ είμαι γκέι. Αν δεν ντρέπεσαι, καλώς να έρθεις σπίτι μου. Αν ντρέπεσαι, δεν θέλω να σε ξαναδώ». Το δέχτηκε και οι σχέσεις μας αποκαταστάθηκαν.
Πόσοι γκέι στην Ελλάδα στηρίζουν τα γκέι μαγαζιά; Στο Marais στο Παρίσι οκτώ στα δέκα καταστήματα είναι γκέι και γεμάτα κόσμο. Στην Αθήνα ελάχιστα γκέι μαγαζιά δουλεύουν και δεν υπάρχει ποικιλία. Λένε ότι δεν θέλουν τη γκετοποίηση και τις ταμπέλες, αλλά αυτά είναι δικαιολογίες. Στην πραγματικότητα είναι άτολμοι. Έχω γνωστούς που για να αγοράσουν γκέι περιοδικό κατεβαίνουν από την Κηφισιά στην Ομόνοια μην καρφωθούν στον περιπτερά της γειτονιάς. Παίρνουν τη City Uncovered και την κρύβουν μέσα στη Lifo, λες και είμαστε στη Χούντα που έκρυβαν τις αριστερές εφημερίδες μέσα στις δεξιές. Παράλογα πράγματα! Στο δικό μου μαγαζί είχα γνωστούς μου γκέι που έμεναν στο πεζοδρόμιο και μιλούσαν με τους δικούς μου πελάτες, αλλά ποτό θα έπαιρναν από το διπλανό, για να μην φανεί στην παρέα τους ότι πηγαίνουν σε gay-friendly μαγαζί. Με στενοχωρεί να φέρονται έτσι νέα παιδιά, 20 και 25 χρονών. Αν αυτή η γενιά δεν κάνει βήματα ν’ αλλάξει τα πράγματα, φοβάμαι ότι το ’χουμε χάσει το παιχνίδι.
Λείπουν ακόμη πολλά στην Ελλάδα. Οι οργανώσεις πρέπει να βγουν πιο οργανωμένα και δυναμικά προς τα έξω. Λείπουν δωρεάν έντυπα που θα ενημερώνουν για τα πάντα. Κυρίως όμως λείπει η θετική ενέργεια και η υποστήριξη μεταξύ των γκέι. Έξω στα γκέι μπαρ ο κόσμος γνωρίζεται, συζητά, γίνεται μια παρέα. Εδώ κάθονται χωριστά, τρεις σε μια μεριά, τέσσερις παραπέρα. Πάνε να μιλήσουν μόνο όταν είναι να την πέσουν για σεξ. Αλλά το σεξ δεν είναι τα πάντα. Κάνουμε γνωριμίες για να βρούμε σημεία επαφής, ν’ ανταλλάξουμε γνώμες κι εμπειρίες – αυτή είναι η ενότητα.