Επινοώντας ψέματα και αλήθειες
Βιβλίο
ένα διήγημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη
Το «Σε παλιό σινεμά» είναι ένα από τα διηγήματα από το βιβλίο του Θεόδωρου Γρηγοριάδη Χάρτες, 70 ιστορίες (εκδόσεις Πατάκη, 2007).
Τα ίδια και χειρότερα συνέβησαν στο «Πίκολο», αν το θυμάστε, το μοναδικό τσοντάδικο της Αθήνας, εκτός Ομόνοιας. Στις αρχές της Συγγρού βρισκόταν, δίπλα στις εταιρείες ενοικιάσεως αυτοκινήτων. Ένα βαθύ υπόγειο, δύο πατώματα σκάλες κατέβαινες για να το βρεις. Τώρα πια έχει κλείσει· στα μέσα της δεκαετίας του ’90 από το πρωί έμπαιναν μέσα άντρες από την γύρω περιοχή και βαρούσαν καμιά μαλακία. Ύστερα πλάκωσαν και οι αδελφές και έγινε ψιλο-στέκι. Ένα βράδυ, λίγο πριν κλείσει το σινεμά, δύο τύποι κλείστηκαν στις τουαλέτες και τα έδωσαν όλα. Και, όταν έσβησαν τα φώτα και άδειασε το σινεμά, αυτοί ούτε που το κατάλαβαν. Ο μοναδικός υπάλληλος, που έριξε μια ματιά στην αίθουσα σφυρίζοντας προειδοποιητικά, δεν πέρασε καν από τα ουρητήρια, που βρίσκονταν μακριά από την σάλα. Η καθαρίστρια θα πήγαινε την άλλη μέρα το πρωί.
Οι δύο φίλοι, όταν αντιλήφθηκαν ότι είχαν μείνει αποκλεισμένοι, ανέβηκαν προς την έξοδο και σταμάτησαν πίσω από το κατεβασμένο στόρι. Μέχρι τότε δεν είχαν γνωριστεί· στα σκοτάδια ούτε που ήξεραν ο ένας τη ζωή του άλλου. Ξανακατέβηκαν στην αίθουσα και κάθισαν στις καρέκλες, στα θεοσκότεινα. Από εκεί που δεν είχαν ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα, παρά μόνον ερωτικούς αναστεναγμούς, τώρα πια δεν προλάβαιναν να μιλάνε.
Λες και ο λόγος τους φώτιζε την αίθουσα, μα κυρίως την οθόνη, την υπόλευκη διαβρωμένη επιφάνεια. Άρχισαν να μιλάνε ένας ένας και ταυτόχρονα. Λέγανε για όσα τους περίμεναν έξω από τον κινηματογράφο, για τις δουλειές, τις υποχρεώσεις τους. Δεν είχε σημασία πόση αλήθεια έκρυβαν οι περιγραφές ή οι προθέσεις τους, γιατί ο ένας προσπαθούσε συνεχώς να δικαιολογήσει τις επιθυμίες του, ενώ ο άλλος απλώς ανησυχούσε για τη δουλειά του – που δεν θα εμφανιζόταν το πρωί. Ο ενοχικός αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι είχε δεσμευτεί με μια κοπέλα που δεν γνώριζε –φυσικά– για τη διπλή ζωή του. Οι προβολές των εσωτερικών εικόνων συνεχίστηκαν μέχρι το ξημέρωμα, αφού δεν μπορούσαν να κλείσουν μάτι πάνω στα ξεχαρβαλωμένα και λεκιασμένα καθίσματα.
Το χάραμα, που το φως τρύπωσε από τον δρόμο, είδαν πιο καθαρά ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Τα σώματά τους, κουρασμένα, είχαν αρνηθεί να συνεχίσουν ερωτικά. Περίμεναν καρτερικά να σηκωθεί ο ήλιος, να σηκωθούν τα στόρια, και ύστερα σαν καλοί κλέφτες, προχώρησαν προς την έξοδο. Για καλή τους τύχη, η γριά καθαρίστρια ήταν απασχολημένη στις τουαλέτες, βρίζοντας φωναχτά για τη βρομιά, για την πεταμένη και πατημένη καπότα τριγύρω.
Έξω από τον κινηματογράφο χώρισαν πάραυτα, χωρίς να αποχαιρετιστούν. Μάλιστα ο ενοχικός αισθάνθηκε ακόμη πιο ένοχος που αποκάλυψε τα μυστικά του, και ο άλλος που χαράμισε μια νύχτα για ένα πάρσιμο.
Έξω ο κόσμος έτρεχε, τα αυτοκίνητα σχημάτιζαν το πρώτο μποτιλιάρισμα της Συγγρού μέχρι τις στήλες του Ολυμπίου Διός. Κι εκείνοι θα ξεκινούσαν τη νέα τους ημέρα επινοώντας ψέματα αλλά και αλήθειες.