Αρσενικότητα + επιθυμία + υποκειμενικότητα = ?
Έρευνα
Γιατί κάνει θραύση το μιλιτέρ πορνό; Τι είναι αρσενικότητα; Ή μήπως πρέπει να μιλάμε για αρσενικότητες; Η κοινωνιογλωσσολογική έρευνα του Κώστα Κανάκη αναλύει το πολυσύνθετο φαινόμενο της αρσενικότητας.
του Κώστα Κανάκη (© 2008, 2009)
Η έκφραση της ανδρικής ομοερωτικής επιθυμίας και υποκειμενικότητας στο διαδίκτυο: Μια δεύτερη ματιά
Αντί προλόγου: Σε άλλο τόνο
Το κείμενο που ακολουθεί, βλέποντάς το από μια κάποια απόσταση (και εννοώ από 2 ως και 41 χρόνια - αναλόγως πως μετρά κανείς), αντιλαμβάνομαι ότι προέκυψε μέσα από την προσπάθειά μου να καταλάβω, τι έστι αρσενικότητα· ειδικά επειδή μου ήταν ξεκάθαρο ότι αναπαρίσταται μονολιθικά - παρότι μια τέτοια αναπαράσταση δεν ανταποκρίνεται στο συγκεκριμένο βίωμα κανενός. Αρσενικότητες, λοιπόν, στον πληθυντικό, επιμένουν από χρόνια οι μελετητές του φύλου. Ωστόσο, υπάρχει αξιοσημείωτη ομοιότητα στον τρόπο με το οποίο εννοιολογούν την αρσενικότητα τόσο οι άνδρες-που-ψάχνουν-άνδρες (στο διαδίκτυο και αλλού) όσο και οι ετεροφυλόφιλοι γυναίκες και άνδρες, οι λεσβίες, οι αμφίφυλοι και οι τρανς και αυτό δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστο.
Παράλληλα, αυτό δημιουργεί προβλήματα σε όλες τις υπάρχουσες προσεγγίσεις γλώσσας-και-σεξουαλικότητας: ποια ταυτότητα και ποια επιθυμία αν αυτές δεν ξεχωρίζουν καν στο επιφανειακό επίπεδο των ανεπεξέργαστων δεδομένων; Τι είναι τι (και πώς τοποθετείται) στο λόγο των αντρών που εξετάζεται εδώ; Αν τα παραδείγματα είχαν συλλεχτεί με το τουφέκι θα ήταν απλώς λαθροχειρία εκ μέρους μου. Σας προσκαλώ όμως να μαζέψετε μόνοι σας 100, 200 προφίλ τυχαία, και να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα.
Ο γκέι ακτιβισμός ως και τη δεκαετία του 1990 επέμεινε στην ταυτότητα. Με την εμφάνιση του, το queer (το οποίο στην πρώτη φάση του ταυτίζεται αβίαστα με το πιο ανεπιφύλακτα out κομμάτι που ομοφυλόφιλου πληθυσμού) μετατόπισε το κέντρο βάρους στη σωματική, σεξουαλική επιθυμία για να διεκδικήσει την ορατότητά της που παρέπαιε στον ξεκάθαρα συντηρητικό, βαθύτατα κομφορμιστικό λόγο του γκέι κινήματος στις ΗΠΑ (και αλλού)· ένας λόγος που διεκδικούσε «ισότητα» (εννοείται με τους καθωσπρέπει «νοικοκυραίους» των προαστίων και όχι με τους ενοίκους των γκέτο όπως το Cabrini Green και του Watts) μέσα από μια επικερδή ανταλλαγή του κεκτημένου της «πρόκλησης» της εποχής του Stonewall με την «αξιοπρέπεια» των γιάπηδων παστέλ αποχρώσεων στα 1980-1990 και μετά. Είναι συγκλονιστική η ομοιότητα αυτού του γκέι με το ον που το Cosmopolitan (αλλά και η εγχώρια Γυναίκα) έσπευδαν τότε να ονοματίσουν new man. Για πολλούς γκέι άντρες, δε, αυτός ο new man ήταν απλώς «κρυφ(αδερφ)ή».
Οι συσχετισμοί είναι τόσο περίπλοκοι όσο και άχρηστοι γιατί δίνουν τη σφαλερή εντύπωση πως δύο οντότητες (βλ. δύο τύποι ανδρών, εδώ ο γκέι και ο στρέιτ new man) συγκρίνονται μεταξύ τους, ενώ στην πραγματικότητα και ο μεν και ο δε συγκρίνονται, εξίσου, με άλλο πράγμα-ένα tertium comparationis: με την ετεροκανονική προσδοκία για τα όντα του βιολογικού τους φύλου. Υπό αυτή την έννοια, υπάρχει «αρσενικότητα» και όχι «αρσενικότητες».
Γαμώ την ομοκανονικότητά σας;
Η ατιμώρητη παραδοχή της ομοφυλοφιλίας στον αγγλοσαξωνικό κόσμο στα τέλη του 20ου αι. ήταν επόμενο να σημάνει (ταυτόχρονα με τη χαλάρωση αν όχι και την άρση της παραβατικότητας) την έλευση ενός είδους κανονικότητας: αυτό που κάποιοι ονομάζουν «ομοκανονικότητα» σε συνθήματα γραμμένα σε τοίχους στο Γκάζι (βλ. «Σκατά στην ομοκανονικότητά σας»/«γαμώ την ομοκανονικότητά σας»). Μόνο που ανάμεσα στην «ετεροκανονικότητα» και την «ομοκανονικότητα» δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά: το ενδιαφέρον είναι μάλλον στον κοινό παρονομαστή - στο ρυθμιστικό χαρακτήρα της όποιας «κανονικότητας» (είτε αυτή γεννά ομοφοβία είτε «νορμοφοβία»). Πρόκειται για κατασταλτικές δυνάμεις σε συμπληρωματική κατανομή, τόσο ανάλογες που η διαφορά του πρώτου συνδετικού δεν επαρκεί για την εννοιολογική τους διαφοροποίηση. Συγχωρήστε με αλλά δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό της γλωσσολογικής οπτικής: είναι σαν τα αλλόφωνα, τις επιφανειακές πραγματώσεις των φωνημάτων που εμφανίζονται, απλώς, σε αμοιβαία αποκλειόμενα περιβάλλοντα.
Τέλος, την ομοκανονικότητα, όπως ακριβώς και την ετεροκανονικότητα δεν τη «γαμάς», γιατί σε προλαβαίνει πάντοτε εκείνη, ως εξίσου equal opportunity fucker, με την ετεροκανονικότητα. Κάθε Χ-κανονικότητα, ομό- ή ετερό-, σου «γαμάει τη ζωή» αφού σου «γαμάει τον έρωτα», διυλίζοντας τον μέσα από φίλτρα που, ενδεχομένως, ποσώς σε αφορούν και πετάγοντάς σου τον στα μούτρα -πρβλ. «Σκατά στην ομοκανονικότητά σας»- προς αφ' υψηλού επιτηρούμενη κατανάλωση.
Η διαφορά είναι πως η ομοκανονικότητα είναι πιο επικίνδυνη, γιατί η ετεροκανονικότητα δεν πλασάρεται ως ανατρεπτική. Η «ομοκανονική αρσενικότητα» πλασάρει (οργουελικά) ως επανάσταση την κυκλική επιστροφή (ή την εμμονή) στην «ηγεμονική αρσενικότητα» που υπήρξε το σημείο αφετηρίας της. Έτσι αυτός που σήμερα ζητά από τον πιθανό παρτενέρ του «να είναι άντρας με τα όλα του» θυμίζει το Εγκόλπιο του Διαβιβαστή (ΚΕΔΒ 1986: 9) και τη μνημειώδη προτροπή «Το βάδισμα και το παράστημα σου να είναι λεβέντικο.»
Και μετά αναρωτιέται κανείς γιατί κάνει θραύση το μιλιτέρ πορνό;
Αυτές οι σύντομες παρατηρήσεις υποδηλώνουν «ασυνέπειες» και «ασυνέχειες», που είναι σεβαστές στο επίπεδο του προσωπικού βιώματος. Ωστόσο, η θεωρητικοποίησή τους δεν μπορεί να μένει ασχολίαστη. Καλό διάβασμα.
1. Εισαγωγή
Αντικείμενο αυτής της μελέτης είναι η γλώσσα που χρησιμοποιείται για την αυτοπαρουσίαση (αλλά και την ετεροπαρουσίαση) των χρηστών που αναρτούν τις διαδικτυακές προσωπικές αγγελίες τους (ή «προφίλ») στον ιστότοπο www.gay.gr, έναν χώρο συνάντησης για «γκέι, λεσβίες, bi και trans». Στόχος είναι η εξέταση όψεων της ενδεικτικής σχέσης μεταξύ γλώσσας, φύλου και σεξουαλικότητας[1] στο λόγο ανδρών που επιδιώκουν ομοερωτικές επαφές: δηλαδή, άνδρες που συχνά αυτοπροσδιορίζονται χρησιμοποιώντας όρους όπως ομοφυλόφιλος, γκέι, πούστης, αδερφή, κλπ. Αυτές οι αγγελίες, μολονότι παρέχουν περιορισμένες πληροφορίες εφόσον δεν έχουν ούτε το διαδραστικό χαρακτήρα ούτε και το πυκνό περικείμενο της ζωντανής συνομιλίας, συμπυκνώνουν και απαθανατίζουν (συγκυριακά έστω), πέρα από ερωτικές επιθυμίες, εννοιολογήσεις της αρσενικότητας και της (ομο)σεξουαλικότητας καθώς και όψεις της ταυτότητας/υποκειμενικότητας των χρηστών.
Αυτή η προσπάθεια συνεχίζει πρόσφατη έρευνά μου[2] που επικεντρώνεται στην έκφραση της επιθυμίας[3] και δείχνει ότι στερεοτυπικά κατηγορήματα της αρσενικότητας, π.χ. αρρενωπότητα/ανδροπρέπεια, σοβαρότητα, εχεμύθεια, εμφανίζονται ως επιθυμητά και ερωτικοποιούνται στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Επιχειρώντας μια ερμηνεία αυτών των δεδομένων, έχω υποστηρίξει ότι η έμφαση στην αρρενωπή αρσενικότητα μπορεί να εννοηθεί ως αντίδραση στην στερεοτυπική αναπαράσταση των ομοφυλόφιλων ως θηλυπρεπών ανδρών (κάτι που ισχύει γενικά ακόμη στην Ελλάδα). Δηλαδή, σαν μια περίπτωση παραβατικής οικειοποίησης μιας ηγεμονικής αρσενικότητας από την οποία τυπικά αποκλείονται (δεδομένων επιλογών που συγκρούονται με την ετεροκανονικότητα).
Στην παλαιότερη αυτή έρευνα, επέλεξα να εστιάσω στην επιθυμία και να μην επεκταθώ σε ζητήματα ταυτότητας προκειμένου να αποφύγω το ενδεχόμενο της αυθαίρετης ομαδοποίησης και της ουσιοκρατικής θεώρησης. Ωστόσο, εξετάζοντας πάλι το ίδιο σώμα δεδομένων (αποτελούμενο από 200 αγγελίες συνολικά), γίνεται σαφές ότι οι ερωτικές επιθυμίες που εκφράζουν οι χρήστες διαπλέκονται με ζητήματα ταυτότητας ή υποκειμενικότητας. Συνεπώς, αποσιωπώντας τέτοια ζητήματα ενδέχεται να κάνουμε απλουστευτικές αναγνώσεις του υλικού στο όνομα της μεθοδολογικής επάρκειας. Περιγράφοντας τον εαυτό τους, οι χρήστες μιλούν για τις επιθυμίες τους ενώ παράλληλα δίνουν πληροφορίες για το ποιοι είναι γενικότερα. Επίσης, μιλώντας για τον επιθυμητό άλλο, τείνουν να ερωτικοποιούν ταυτότητες/υποκειμενικότητες και όχι αποκλειστικά πρακτικές, δημιουργώντας μια σύνθετη εικόνα της σχέσης γλώσσας και σεξουαλικότητας.
Στόχος μου εδώ είναι να δείξω πώς διαπλέκεται η γλωσσική κατασκευή της ερωτικής επιθυμίας με όψεις της υποκειμενικότητας παρά να προσπεράσω τον ανοιχτά σεξουαλικό λόγο των χρηστών με απώτερο στόχο την προβολή πολιτικά θεμιτών ή αβανταδόρικων σεξουαλικών ταυτοτήτων. Δηλαδή, το ζητούμενο δεν είναι η απλουστευτική ευθυγράμμιση επιθυμιών και υποκειμενικοτήτων, αλλά μάλλον η αμφισβήτηση της πόλωσης μεταξύ των «θεωρητικών της επιθυμίας»[4] και των «θεωρητικών της ταυτότητας»[5] στη μελέτη της γλώσσας και της σεξουαλικότητας.
2. Η σεξουαλικότητα ως «επιθυμία» και «ταυτότητα»
Κατά τους Cameron & Kulick[6], η κοινωνιογλωσσολογία θεωρεί ότι με τη γλωσσική χρήση επιτελούμε, μεταξύ άλλων, «πράξεις ταυτότητας». Συνεπώς, η γλωσσική μελέτη της σεξουαλικότητας καλείται να εξετάσει ζητήματα σεξουαλικής ταυτότητας. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι το πεδίο πρέπει να περιοριστεί σε τέτοια ζητήματα. Υποστηρίζουν επιπλέον[7] ότι η μελέτη της σεξουαλικότητας δεν μπορεί να εξαντλείται σε ζητήματα σεξουαλικού προσανατολισμού αλλά πρέπει να ασχοληθεί με την επιθυμία με μια ευρύτερη έννοια - εξετάζοντας «όχι μόνο ποιος επιθυμεί ποιον αλλά και τι θέλει κανείς να κάνει (με ή χωρίς κάποιο άλλο πρόσωπο).» Συνεχίζουν επισημαίνοντας ότι ενώ όλοι μας έχουμε σεξουαλικότητα, δεν προσδιορίζουμε όλοι εξίσου την ταυτότητά μας με βάση τη σεξουαλικότητα. Παράλληλα, τόσο οι σεξουαλικές ταυτότητες όσο και οι σεξουαλικότητες είναι ιστορικά και κοινωνικά τοποθετημένες παρά άχρονες και φυσικές.[8] Σε αυτή τη βάση, οι ίδιες σεξουαλικές πρακτικές νοηματοδοτούνται ποικιλοτρόπως ανάλογα με τα ευρύτερα κοινωνικά συμφραζόμενα στα οποία προκύπτουν. Προτείνεται δηλαδή μια συγκυριακή, συμφραστική και αντι-ουσιοκρατική θεώρηση της σεξουαλικότητας - μια θεώρηση που εξαρτάται καίρια από το είδος του λόγου για το σεξ που κυκλοφορεί και διαχέεται σε μια κοινωνία σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή.[9] Ωστόσο, κυρίαρχο ρόλο στη δουλειά των Cameron & Kulick, που εγγράφεται στο θεωρητικό πλαίσιο του κοινωνικού κοντρουκτιβισμού, έχει η απεξάρτηση της σεξουαλικότητας από τη σεξουαλική ταυτότητα[10] και η σύνδεσή της με την έννοια της επιθυμίας. Όπως παρατηρεί ο Γιαννακόπουλος:[11]
Η εμφάνιση και η ευρεία διάδοση της θεωρίας της κοινωνικής κατασκευής προκάλεσε έντονες αντιρρήσεις και συζητήσεις στο εσωτερικό των γκέι κοινοτήτων ιδιαίτερα στην Αμερική. Η θέση είναι ότι η ομοφυλόφιλη ταυτότητα, η ύπαρξη ενός διακριτού γκέι και λεσβιακού πληθυσμού/κοινότητας αποτελούσαν ιστορικές και κοινωνικές κατασκευές, η οποία δεν υπήρχε πάντοτε και παντού και πιθανόν να μην υπάρξει στο μέλλον, υπέσκαπτε τη σιγουριά και την ασφάλεια που παρέχει η ταυτότητα και επιπλέον έθετε υπό αίρεση την ύπαρξη του συλλογικού αντικειμένου του κινήματος.[12]
Το ζήτημα της ταυτότητας συνδέθηκε από νωρίς με τις πολιτικές διεκδικήσεις κινημάτων και ακτιβιστικές οργανώσεις και προτιμήθηκε ως πλατφόρμα για τη μελέτη της γλώσσας και της σεξουαλικότητας. Έτσι η πρόταση για μετακίνηση του ενδιαφέροντος προς την επιθυμία αποτελεί αντίδραση στην θεωρούμενη αποσιώπηση του ρητά σεξουαλικού λόγου: ενός λόγου που δεν θα αναφέρεται σε σεξουαλικές κατηγορίες, αλλά σε επιθυμίες και πρακτικές.[13]
Όμως, από την άλλη πλευρά, μπορούμε να διαχωρίσουμε τη σεξουαλική ταυτότητα, που συναρτάται με το σεξουαλικό προσανατολισμό και τις σχετικές κατηγορίες, από την έννοια της ταυτότητας ως υποκειμενικότητας ή και διυποκειμενικότητας ευρύτερα. Όπως σχολιάζει η Fuss:[14]
Μια [...] τάση στη σύγχρονη θεωρία είναι να συγχέεται η ταυτότητα με την ουσία, σαν να επρόκειτο για κατοπτρικές εικόνες η μία της άλλης - θεωρούνται ουσιαστικά ίδιες, ουσιαστικά ταυτόσημες. Κι όμως, προφανώς η ταυτότητα ως έννοια έχει τη δική της φιλοσοφική και διανοητική ιστορία. Παρ' όλο που η ιστορία αυτή συχνά συμπλέει με την ιστορία των δυτικών εννοήσεων της ουσίας, εξίσου συχνά οδηγεί σε πολύ διαφορετικές κατευθύνσεις.
Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται η δουλειά των Bucholtz & Hall[15]. Σε ένα πολεμικό άρθρο τους, αμφισβητούν τις θέσεις των θεωρητικών της επιθυμίας υποστηρίζοντας ότι η προσέγγισή τους περιορίζει τεχνητά την εμβέλεια του πεδίου, εφόσον παραβλέπει τη στενή σχέση ταυτότητας και επιθυμίας.[16] Θεωρούν ότι η έννοια της ταυτότητας είναι σκόπιμο να εννοιολογείται ως «αποτέλεσμα διυποκειμενικά διαπραγματευόμενων πρακτικών και ιδεολογιών». Αυτό συνάδει με την άποψή τους ότι η ταυτότητα ενυπάρχει στις πράξεις μάλλον παρά στα άτομα[17]. Παράλληλα, η προσέγγιση που προτείνουν για τη μελέτη γλώσσας και σεξουαλικότητας είναι η queer γλωσσολογία (queer linguistics). Όπως αναφέρουν[18], η queer γλωσσολογία φέρνει στο προσκήνιο τον τρόπο με τον οποίο η ηγεμονική ετεροφυλοφιλία ρυθμίζει τη σεξουαλικότητα και τους τρόπους με τους οποίους διαπραγματευόμαστε τις σεξουαλικότητες που παρεκκλίνουν από τη νόρμα σε σχέση με υπάρχουσες κανονιστικές δομές. Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι αυτή η προσέγγιση μας επιτρέπει να μιλάμε για τον τρόπο με τον οποίο διαπλέκονται σεξουαλικές ιδεολογίες, πρακτικές και ταυτότητες χωρίς να αγνοούμε τις σχέσεις εξουσίας. Τέλος, προτείνουν ότι η σχέση γλώσσας και ταυτότητας μπορεί να ανιχνευθεί μέσα από ορισμένες σημειωτικές διαδικασίες ταύτισης όπως είναι η πρακτική, η ενδεικτικότητα, η ιδεολογία και η επιτέλεση[19]. Αντλώντας από αυτές τις διαδικασίες, διατυπώνουν ένα θεωρητικό πλαίσιο για την ανάλυση της ταυτότητας που ονομάζουν τακτικές διυποκειμενικότητας και στο οποίο δε θα επεκταθώ εδώ.
3. Ανάλυση των δεδομένων
Στη συνέχεια θα επιχειρήσω να δείξω πώς παράλληλα με τις σεξουαλικές επιθυμίες, τα προφίλ των χρηστών εκφράζουν όψεις της (κοινωνικά τοποθετημένης) υποκειμενικότητάς τους. Επιλέγω στο εξής τον όρο «υποκειμενικότητα» διότι, σε αντίθεση με τον όρο «ταυτότητα», δεν έχει ουσιοκρατικές συνδηλώσεις και δεν παραπέμπει άμεσα σε σεξουαλικό προσανατολισμό ή σεξουαλική ταυτότητα (παρότι δεν τα αποκλείει). Επιπλέον, δεδομένου ότι τα υποκείμενα είναι κοινωνικά τοποθετημένα, το ίδιο ισχύει και για τις ποικίλες υποκειμενικότητες που εκφράζουν.
Τα δεδομένα που εξετάζω προέρχονται από τα πεδία «εγώ είμαι» και «εσύ θέλω να είσαι» του προφίλ χρηστών που είναι άνδρες και επιθυμούν ομόφυλες σεξουαλικές επαφές. Μολονότι πρόκειται για γραπτά κείμενα, χαρακτηρίζονται από έντονα στοιχεία προφορικότητας. Ωστόσο, όπως συμβαίνει συνήθως στα γραπτά κείμενα, ο λόγος είναι ήδη έτοιμο προϊόν και τα στοιχεία διυποκειμενικής διαπραγμάτευσης δεν είναι τόσο φανερά όσο στη ζωντανή συνομιλία. Επιπλέον, εφόσον δεν έχω συνομιλήσει με κανέναν από τους συγκεκριμένους χρήστες, η μόνη πηγή μου είναι η δική τους γλωσσική παραγωγή σε μια χρονική στιγμή. Όμως, ο ιστότοπος αποτελεί ήδη ένα πλαίσιο, μια εικονική κοινότητα πρακτικής εξ ου και ο λόγος του κάθε χρήστη συνομιλεί έμμεσα τόσο με το λόγο άλλων χρηστών όσο και με κυρίαρχους λόγους ευρύτερα. Ο χρήστης στο (1) δηλώνει τι επιθυμεί από τον άλλο λέγοντας:
(1) Δεν με ενδιαφέρουν οι Bisexuals οι εχέμυθοι και όλοι όσοι δεν μπορούν να αποδεχτούν το γεγονός ότι είναι gay |
Εδώ η επιθυμία αφορά την ίδια τη σεξουαλική ταυτότητα γκέι, η οποία μάλιστα μοιάζει να αποδίδεται ασυζητητί σε όλους όσους έχουν ομοερωτικές πρακτικές. Αμφισβητείται η κατηγορία bisexual αφού εννοιολογείται ως άρνηση της γκέι εκδοχής της ομοφυλοφιλίας. Παράλληλα, ο χρήστης με τον τρόπο αυτό εκφράζει την επιθυμία του για όλα αυτά που συνδέονται ενδεικτικά με την κατηγορία γκέι: π.χ., ομοερωτική σεξουαλικότητα αλλά και αποδοχή της ως καταστατικού στοιχείου ταυτότητας, μέσα από τη διαδικασία του outing, της κοινοποίησης που συνεπάγεται μεγαλύτερη κοινωνική ορατότητα. Έτσι εξηγείται και η απόρριψη της εχεμύθειας. Η επιθυμία εδώ αφορά μια πολιτική θέση και συναρτάται με την ένταξη σε μια ομάδα και με τις πολιτικές της επιδιώξεις. Παρόμοια λειτουργεί και το (2):
(2) Αθλητικός με fit εμφάνιση συνειδητοποιημένος γκέι ψάχνω για σταθερή σχέση από Αθήνα ε/π |
να είσαι ε/π λεπτός 100% γκέι, όχι θηλυπρεπής από Αθήνα |
Εδώ ο χρήστης περιγράφει τον επιθυμητό άλλο ως 100% γκέι (κάτι που αναλογεί στη δική του «συνειδητοποίηση»), ταυτόχρονα όμως η επιθυμία αναφέρεται σε σωματικά χαρακτηριστικά, σε σεξουαλικούς ρόλους αλλά και σε έμφυλες επιτελέσεις. Με άλλα λόγια η επιθυμία είναι πολυδιάστατη όπως και οι επιθυμητοί άλλοι. Παράλληλα, προφίλ όπως τα παραπάνω απαντούν έμμεσα σε άλλους χρήστες που δηλώνουν ότι βρίσκονται έξω από γκέι κυκλώματα και χώρους ή και έξω από την γκέι σκηνή:
(3) Απόλυτα αρρενωπός, διακριτικός, σοβαρός και εκτός gay χώρων. Σφιχτό σώμα και εμφανίσιμός |
Περίπου τα ίδια μ' εμένα. Προτιμώ τα καλοσχηματισμένα σώματα. Όχι παχουλούς!! Δεν ψάχνω σχέση. Μια καλή γνωριμία για αρχή και βλέπουμε... |
Προσέξτε ότι χαρακτηρισμοί όπως αρρενωπός, διακριτικός και σοβαρός, ενδέχεται να παραπέμπουν σε μια παραδοσιακή εκδοχή εχέμυθης ομοφυλοφιλίας που γενικά βιώνεται εκτός γκέι χώρων ακριβώς επειδή ετεροπροσδιορίζεται σε σχέση με την έννοια γκέι. Παρατηρούμε λοιπόν ότι ακόμη και όταν οι σεξουαλικές πρακτικές που επιδιώκουν οι χρήστες είναι παρόμοιες, οι επιθυμίες που εκφράζουν συνδέονται με διαφορετικές υποκειμενικότητες. Αν στο παράδειγμα αυτό ερωτικοποιείται η αρσενικότητα το ίδιο συμβαίνει και στο (4), αλλά οι διαφορές δεν είναι αμελητέες:
(4) arrenopos-drastirios-goustaro ta sport kai ton erota!auto pou psaxno einai kapoion pou na goustaro na kikloforo mazi tou xoris na ntrepomai kai na nai magkaki! |
arrenopo,euxaristo,na goustarei ta sport kai ti peripeteia kai ta ipolipa tha erthoun!!!!kai an den ta vroume ston erotiko tomea iparxoun kai alloi tomeis...(thiliprepeis kai gematoi please min mpainete se kopo) |
Εδώ η ομοερωτική επιθυμία περιγράφεται πρωτίστως με όρους ανδρικής ομοκοινωνικότητας και συντροφικότητας, με όρους σχέσης. Επιπλέον, ο όρος μαγκάκι τοποθετεί την επιθυμία σε μια παραδοσιακή, ηγεμονική και ετεροκανονική αρσενικότητα την οποία και διεκδικεί παραβατικά, εφόσον σε αυτό το πλαίσιο ο έρωτας για έναν άντρα (σε αντίθεση με τα σπορ και την περιπέτεια) δεν μπορεί να αναφέρεται ρητά. Η επιθυμία ενός άντρα για ένα μαγκάκι είναι επιθυμία για μια εκδοχή του μάτσο αρσενικού - για μια υποκειμενικότητα που ερωτικοποιείται. Μάλιστα, εφόσον το μαγκάκι, σε αντίθεση με το θηλυπρεπή άντρα, περνάει απαρατήρητο, η σχέση μαζί του ενδέχεται να μην στιγματίζει. Έτσι η παράβαση των ομοερωτικών πρακτικών αντισταθμίζεται από την οικειοποίηση μιας κυρίαρχης αρσενικότητας (και τη ρητή αποκήρυξη της θηλυπρέπειας). Αυτή η διαπραγμάτευση των ορίων της αρσενικότητας είναι επίσης μια όψη της επιθυμίας. Αξίζει να σημειώσουμε, όμως, ότι για άλλους χρήστες αυτή η επιθυμία αποδίδεται σε έλλειψη συνειδητοποίησης ή και σε ομοφοβική συμπεριφορά και απορρίπτεται (βλ. 1).
Η οικειοποίηση όψεων της κυρίαρχης αρσενικότητας στο υλικό που εξετάζω είναι μεν πολύ συνηθισμένη, ωστόσο η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο κάθε χρήστης είναι ενδεικτική των διακριτών επιθυμιών και υποκειμενικοτήτων που εκφράζει:
(5) EIMAI ANTRAS 100%.DEN FAINOMAI ME TIPOTA.ΓΟΥΣΤΑΡΩ ΔΥΝΑΤΟ ANTRIKO SEX.MOY ARESEI NA GAMAW ALLA KAI NA GAMIEMAI KAI PAIXNIDIA.OXI SXESEIS. |
NA EISAI ENERGHTIKOS I ENERGOPATHITIKOS APO 22-40 NA SOY ARESEI TO KALO ANRIKO KAI DYANATO SEX.NA EISAI PSOLARAS.OXI THILIPREPIS KAI XONTROS PROTIMW NA KANEIS KAI TA DYO.DEXTES OLES OI PROTASEIS. |
Εδώ έχουμε μια προσπάθεια διάκρισης ανάμεσα σε αυτό που είναι και σε αυτό που φαίνεται. Το δεν φαίνομαι με τίποτα, όμως, μαρτυρά όχι μόνο αγωνία για την οικειοποίηση της κυρίαρχης αρσενικότητας αλλά και έμμεση δήλωση πως ο χρήστης είναι και κάτι άλλο πέρα από άντρας 100%. Αυτό δεν κατονομάζεται μεν αλλά προκύπτει από το προφίλ. Από την άλλη μεριά, η επιθυμία εδώ περιγράφεται με τολμηρούς σεξουαλικούς όρους (το είδος των όρων που παραλείπουν πολλά λεξικά). Οι πρακτικές δηλώνονται ρητά, πληθωρικά και γίνονται το επίκεντρο του προφίλ και ο χρήστης κατασκευάζει έναν εαυτό που δε μασάει τα λόγια του και δεν κάνει παραχωρήσεις στον καθωσπρεπισμό. Παρατηρήστε ότι το όχι σχέσεις θα μπορούσε και να θεωρηθεί περιττό, υπό μία έννοια, εφόσον η άμεση και διεκπεραιωτική γλώσσα δεν παραπέμπει σε δέσμευση αλλά σε μια επιθυμία που επείγεται - αυτό που ένας άλλος χρήστης (6) ονομάζει «ξεπέτα». Τα προφίλ (6)-(8) απαντούν έμμεσα στο προηγούμενο (5) και κατασκευάζονται διυποκειμενικά σε αντίθεση προς αυτό:
(6) psaxnw ena next door filo gia kati sovaro an prokypsei,oxi xepetes. |
(7) Βαριέμαι εύκολα αυτούς που δεν έχοθν να μου πουν κάτι πέρα από το sex. |
(8) Ime ena efharisto atomo pou tou aresi I diaskedasi,to hioumor ke i ilikrinia,,idika tin ilikrinia tin ektimo....min pliasiasoun atoma pou ehoun stoho mono to sex giati tote dagono ashima... [ΚΚ: 19 ετών] |
Παρατηρήστε ότι οι χρήστες στα (6)-(8) δεν απορρίπτουν απλώς το ευκαιριακό σεξ αλλά προβάλλουν συνολικά διαφορετικές επιθυμίες και υποκειμενικότητες. Αυτοπαρουσιάζονται αντιπαραβάλλοντας ένα «συνεσταλμένο», «μετρημένο» εαυτό στο μάτσο ομοερωτικό ανδρισμό (βλ. αντράκι) που συχνά διεκδικεί παραβατική γλώσσα και προτάσσει γλαφυρά τις σεξουαλικές πρακτικές, όπως φαίνεται στο (5) αλλά και στα (9)-(10):
(9) Είμαι 100% αρρενωπός, αρκετά εμφανίσιμος, και ψάχνω για παθιασμένο, καβλιάρικο σεξ, χωρίς παραπάνω δεσμεύσεις. Προτίμηση σε gym, hairy, ένστολους. Είμαι ανοιχτός και σε προτάσεις για κάθε είδους παιχνίδια, με ιδιαίτερη προτίμηση σε role play, group sex |
Βλ. αριστερά. Απαραίτητος χώρος... |
(10) Eimai ena wraio sobaro paidi, me atrixo kai arketa gumnasmeno swma. Exw megalo xontro poutso, sfixto kolaraki kai psaxnw gia pragmatika arsenika. |
Thelw kapoion polu arrenopo, gerodemeno me polu xontro kauli gia polu kales kai kautes stigmes. |
Στα (9)-(10) η γλώσσα αναφέρεται κυρίως σε σωματικά χαρακτηριστικά και πρακτικές. Ωστόσο, η επιθυμία δεν εξαντλείται σε αυτά, ως αναφορές που ενδέχεται να δημιουργούν διεγερτικές νοητικές εικόνες, αλλά περιλαμβάνει τις υποκειμενικότητες που κατασκευάζουν οι χρήστες με τις ίδιες τις γλωσσικές τους επιλογές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχουμε δύο εκδοχές για το αντράκι[20] και η επιθυμία περιλαμβάνει τη γλωσσική του συγκρότηση.
Σε αυτό το σημείο καλό θα ήταν να γίνει μια διευκρίνιση. Η αυτοπαρουσίαση στα προφίλ δεν μπορεί να εννοηθεί ως δείγμα του ποιος είναι και τι θέλει «πραγματικά» ή σταθερά ο χρήστης, αλλά μάλλον ως συγκυριακή κατασκευή μιας περσόνας που επιθυμεί να προβάλει στο συγκεκριμένο πλαίσιο και σε μια δεδομένη στιγμή. Οι επιλογές του δεν γίνονται εν κενώ, αλλά συνομιλούν με τις επιλογές πλήθους άλλων χρηστών σε αυτή την εικονική κοινότητα πρακτικής. Από αυτή την άποψη, τα προφίλ είναι διυποκειμενικές κατασκευές που μπορούν να αλλάξουν και να εκφράσουν άλλες επιθυμίες και υποκειμενικότητες. Ασφαλώς, όμως, οι επιλογές που κάνει ο χρήστης έχουν συνέπειες διότι η αυτοπαρουσίαση είναι στοχοθετική.
Επιστρέφω τώρα στα δεδομένα. Αν το αντράκι αποτελεί ιδιαίτερα δημοφιλή φαντασίωση στο πλαίσιο που εξετάζω, η θηλυπρέπεια είναι επίσης επιθυμητή, όπως στο (11), μόνο που η ζήτηση είναι πολύ περιορισμένη:
(11) Eimai arrenopos, gymnasmenos, psilos, galanos, eyais8itos, omorfos andras. |
Psaxno ena 8yliprepes plasma pou na ais8anetai taytoxrona gynaika kai andras, enan omorfo trans i crossdresser |
Εδώ ο χρήστης αναφέρεται σε ένα πλάσμα, όχι σε έναν άνδρα, και η επιθυμία του επικεντρώνεται στην ακαθοριστία της έμφυλης επιτέλεσης και σε μια όψη της υποκειμενικότητας του άλλου (την αίσθηση για την έμφυλη ταυτότητά του). Επιπλέον, η επιθυμία συγκεκριμενοποιείται και εκφράζεται με κατηγορίες όπως trans και cross-dresser. Συνεπώς, σε αυτή την περίπτωση αντικείμενο της επιθυμίας είναι μια υποκειμενικότητα, ένα ρόλος που παραπέμπει σε σεξουαλικές πρακτικές οι οποίες δεν κατονομάζονται.
Η ερωτικοποίηση των ρόλων είναι πολύ συνηθισμένη στα προφίλ που εξετάζω και άλλοτε οι ρόλοι αφορούν σαφώς σεξουαλικές πρακτικές όπως παθητικός, ενεργητικός, ενεργοπαθητικός, κλπ. ενώ άλλοτε συνδέονται με κοινωνικά χαρακτηριστικά όπως είναι η διαφορά ηλικίας και εξουσίας στην ασύμμετρη σχέση πατέρα-γιου:
(12) Mε κυριαρχο το αίσθημα της πατρικής στοργής (και των θετικών συνεπειών της σε όλα τα επίπεδα της καθημερινής ζωής)σε συνδυασμό με νεανική διάθεση για νέες εξερευνήσεις σχέσεων. |
Ανδρική συμπεριφορά πανω απ΄όλα σε ένα δραστήριο πρόσωπο που επιθυμεί να απολαύσει τις θετικές συνέπειες της πατρικής στοργής. |
Ο χρήστης εδώ εκφράζει μια επιθυμία για σχέση που βασίζεται στην υπόδυση συγκεκριμένων ασύμμετρων ρόλων οι οποίοι μάλιστα φέρουν όρους συγγένειας. Αν συμφωνήσουμε με την Rubin (2006) ότι οι διαγενεϊκές ερωτικές σχέσεις στιγματίζουν γενικώς, εδώ το στίγμα εντοπίζεται στο ότι η σχέση εκφράζεται με όρους εξ αίματος συγγένειας-με όρους ταμπού. Ο χρήστης επιχειρεί να αντισταθμίσει το στίγμα εστιάζοντας σε πρωτοτυπικά χαρακτηριστικά του πατρικού ρόλου όπως είναι η προσφορά στοργής, φροντίδας και ασφάλειας, αποσιωπώντας τη σεξουαλική (και ενδεχομένως την οικονομική) διάσταση της σχέσης. Μιλά για «πατρική στοργή» και «θετικές συνέπειες» για τον επιθυμητό άλλο και δεν χρησιμοποιεί τον τρέχοντα όρο daddy όπως ο νεαρότερος χρήστης στο (13), το προφίλ του οποίου ανταποκρίνεται σε ανάλογες επιθυμίες:
(13) eimai arenopos kai tha elega to agori ths diplanis portas.:))))) |
thelw na eisai o andras daddy ths diplanis portas:) |
Και οι δύο χρήστες εκφράζουν επιθυμία για συγκεκριμένους ρόλους και για διυποκειμενικά κατασκευασμένες υποκειμενικότητες. Μάλιστα με τον όρο daddy ο χρήστης στο (13) αναφέρεται κατηγοριακά και υποστασιοποιεί μια υποκειμενικότητα την οποία ο χρήστης στο (12) περιγράφει περιφραστικά. Επιπλέον, η χρήση του όρου daddy παραπέμπει ενδεικτικά στην εμπλοκή του χρήστη σε «γκέι χώρους».
4. Σχόλια αντί επιλόγου
Η μελέτη της γλώσσας και της σεξουαλικότητας εστίασε αρχικά στην ενδεικτική σχέση της γλωσσικής παραγωγής με σεξουαλικές ταυτότητες και συνδέθηκε με τις πολιτικές ταυτότητας που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο συλλογικοτήτων όπως το γκέι και το λεσβιακό κίνημα, κλπ. Ωστόσο, το ενδιαφέρον σταδιακά μετακινήθηκε προς τη μελέτη της σεξουαλικότητας ως επιθυμίας που υπερβαίνει ζητήματα ταυτότητας. Αυτή η μετακίνηση δημιούργησε θεωρητικές εντάσεις που ενδέχεται να συσκοτίσουν τη στενή διαπλοκή της σεξουαλικής επιθυμίας με όψεις της υποκειμενικότητας οι οποίες ανάγονται σε αντικείμενο επιθυμίας.
Στο κείμενο αυτό εξέτασα τις γραπτές αγγελίες ανδρών που επιδιώκουν ομόφυλες σεξουαλικές επαφές στο διαδίκτυο. Απλουστεύοντας ίσως τα πράγματα, μπορούμε να πούμε ότι εστίασα σε όψεις του λόγου «ομοφυλόφιλων ανδρών». Όπως αναφέρει ο Γιαννακόπουλος:[21]
[...] η σύγχρονη ομοφυλοφιλία, και ειδικότερα η γκέι εκδοχή της, αναφέρεται σε ομόφυλες σεξουαλικές συμπεριφορές οι οποίες συνεπάγονται μια ομοφυλόφιλη ταυτότητα και τη δημιουργία μιας κατηγορίας «ομοφυλόφιλων».
Ωστόσο, όπως είδαμε, οι ομόφυλες σεξουαλικές πρακτικές δεν ταυτίζονται πάντοτε με την υιοθέτηση μιας ομοφυλόφιλης ή γκέι ταυτότητας - ιδιαίτερα μάλιστα εφόσον μια μερίδα των υποκειμένων την αποποιείται. Επιπλέον, οι επιθυμίες που εκφράζονται στο συγκεκριμένο πλαίσιο παρουσιάζουν αξιοπρόσεκτη ποικιλία. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι άνθρωποι μιλώντας για την επιθυμίες τους δεν αναφέρονται μόνο σε σωματότυπους και πρακτικές αλλά ερωτικοποιούν υποκειμενικότητες, ενώ παράλληλα κατασκευάζουν υποκειμενικότητες που ερωτικοποιούνται. Συνεπώς, ενώ η απεξάρτηση της μελέτης της σεξουαλικότητας από τη σεξουαλική ταυτότητα και τις σχετικές πολιτικές είναι θεμιτή, ο λόγος των υποκειμένων δεν επιτρέπει τον αυστηρό διαχωρισμό της επιθυμίας από την υποκειμενικότητα (είτε αυτή έχει συγκεκριμένο όνομα είτε όχι).
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Bucholtz, M. & K. Hall. 2004α. Theorizing identity in language and sexuality research. Language in Society 33: 469-515.
Bucholtz, M. & K. Hall. 2004β. Language and identity. Στο A. Duranti (επιμ.), A Companion to Linguistic Anthropology. Oxford: Blackwell, 369-394.
Γιαννακόπουλος, Κ. 2006. Ιστορίες σεξουαλικότητας. Στο Κ. Γιαννακόπουλος (επιμ.), Σεξουαλικότητα: Θεωρίες και πολιτικές της ανθρωπολογίας. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 17-102.
Cameron, D. & D. Kulick. 2003. Language and Sexuality. Cambridge: Cambridge University Press.
Cameron, D. & D. Kulick (επιμ.). 2006. The Language and Sexuality Reader. London: Routledge.
Fuss, D. 2006 [1989]. Λεσβιακές και γκέι θεωρίες: Το πρόβλημα της πολιτικής της ταυτότητας. Στο Α. Αθανασίου (επιμ.), Φεμινιστική θεωρία και πολιτισμική κριτική. Αθήνα: Νήσος, 543-569.
Κανάκης, Κ. 2007. Αποκωδικοποιώντας τη γλώσσα της μαρκέτας: Ομοσεξουαλικότητα και εμπορεύσιμη αρσενικότητα. Σύγχρονα Θέματα 98: 55-59.
Κανάκης, Κ. 2008. Γλώσσα, αρσενικότητα και σεξουαλικότητα στο διαδίκτυο. Στο Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα: Πρακτικά της 28ης Ετήσιας Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, 21-22 Απριλίου 2007. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, 159-170.
Kulick, D. 2000. Gay and lesbian language. Annual Review of Anthropology 29: 243-285.
Ochs, E. 1992. Indexing gender. Στο A. Duranti & C. Goodwin (επιμ.), Rethinking Context: Language as an Interactive Phenomenon. Cambridge: Cambridge University Press, 335-358.
Rubin, G. 2006 [1984]. Σκέψεις για τη σεξουαλικότητα: Σημειώσεις για μια ριζοσπαστική θεωρία των πολιτικών της σεξουαλικότητας. Στο Κ. Γιαννακόπουλος (επιμ.), Σεξουαλικότητα: Θεωρίες και πολιτικές της ανθρωπολογίας. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 401-481.
Weeks, J. 2006 [1987]. Ζητήματα ταυτότητας. Στο Κ. Γιαννακόπουλος (επιμ.), Σεξουαλικότητα: Θεωρίες και πολιτικές της ανθρωπολογίας. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 139-168.
Σημειώσεις
[1] Πρβλ. Ochs 1992
[2] Βλ. Κανάκης 2008
[3] Πρβλ. Kulick 2000, Cameron & Kulick 2003, 2006
[4] Βλ. Kulick 2000, Cameron & Kulick 2003
[5] Βλ. Bucholtz & Hall 2004α
[6] 2003: 11
[7] ό.π.: 8
[8] Βλ. Weeks 2006
[9] ό.π.: 10
[10] Βλ. και 2006: 3
[11] 2006: 24
[12] ό.π. 24
[13] Βλ. Kulick 2000
[14] Fuss 2006 [1989]: 545
[15] 2004α, 2004β
[16] ο.π.: 469
[17] 2004β: 6
[18] ο.π.: 471
[19] 2004β: 377 κ.ε.
[20] Βλ. και Κανάκης 2007, 2008
[21] 2006: 23