Τρία ελληνικά βιβλία για το AIDS μυρίζουν μούχλα
Βιβλίο
του Λύο Καλοβυρνά
Τρία ελληνικά βιβλία για το AIDS μυρίζουν μούχλα. Ευτυχώς ένα τέταρτο ανοίγει τα παράθυρα.
Η νόσος ως μεταφορά, το AIDS και οι μεταφορές του
Σούζαν Σόνταγκ, Ύψιλον
Ο αφανισμός του Νίκου
Αύγουστος Κορτώ, Καστανιώτη
Και βέβαια δε σας αφορά
Αλεξάνδρα Αθηναίου, Οξύ
Αντίο AIDS!
Μαρία Παπαγιαννίδου-Σεν Πιερ, Οξύ
Αυξήθηκαν και φέτος οι νέες διαγνώσεις HIV στη χώρα μας, αλλά οι αριθμοί δεν λένε όλη την ιστορία. Διότι το AIDS δεν είναι μια σκέτη αρρώστια - καμία αρρώστια δεν είναι μόνο αρρώστια. Οι νόσοι διαδραματίζουν κοινωνικό ρόλο και χρησιμοποιούνται για την επίτευξη πολλών σκοπών. Οι νόσοι δεν υπάρχουν «αντικειμενικά» αλλά αποκτούν το περιεχόμενό τους -και τη βαρύτητα ή ελαφρότητα τους- από το πώς τις αντιλαμβανόμαστε, ενίοτε μάλιστα άσχετα από την αντικειμενική, πραγματική, ιατρική επικινδυνότητά τους. Στο παρόν άρθρο θα εξετάσω τρεις θεάσεις του AIDS στον ελληνικό ψυχισμό, μέσα από τρία βιβλία που πραγματεύονται την οροθετικότητα. Βασικά εργαλεία μου θα είναι ένα τέταρτο βιβλίο, το Νόσος ως μεταφορά, το AIDS και οι μεταφορές του της Σούζαν Σόνταγκ, καθώς και τη δική μου εμπειρία ως ψυχοθεραπευτή και εθελοντή στον χώρο του HIV/AIDS από το 1991.
Η νόσος ως καθρέφτης του πολιτισμού
Οι άνθρωποι δεν αρρωσταίνουν όπως αρρώσταιναν παλιά και με αυτό δεν εννοώ ότι οι ίδιες οι νόσοι έχουν αλλάξει. Ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε την έννοια «νόσος» ποικίλει από περίοδο σε περίοδο, από πολιτισμό σε πολιτισμό. Αυτό φυσικά έχει σχέση με τις ιατρικές προόδους στην αντιμετώπιση της κάθε νόσου, αλλά εξίσου μεγάλο ρόλο παίζει η γενικότερη ηθική κοσμοθεωρία. Αλλιώς αντιλαμβάνονταν και εννοιολογούσαν τη «νόσο» στην αρχαία Ελλάδα και αλλιώς μετά την έλευση του χριστιανισμού, «που επέβαλε πιο ηθικοποιημένες ιδέες για τη νόσο, όπως και για οτιδήποτε άλλο, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί βαθμιαία ένα στενότερο συνταίριασμα της νόσου με το "θύμα" της».
Τις κοινωνικές λειτουργίες και προεκτάσεις της νόσου εξετάζει ενδελεχώς η Σούζαν Σόνταγκ στο ρηξικέλευθο βιβλίο της Η νόσος ως μεταφορά, που γράφτηκε το 1991 με αφορμή τον δικό της καρκίνο, σε μια προσπάθεια να πείσει τους ανθρώπους να δουν τον καρκίνο ως «αυτό που πραγματικά είναι, ως νόσο - μια πολύ σοβαρή νόσο αλλά μόνο μια νόσο. Όχι κατάρα, όχι τιμωρία, όχι αδιέξοδο. Ότι δεν έχει κάποιο "νόημα"».
Σε 188 σελίδες εξετάζει με κριτικό βλέμμα τους ρόλους που επιτελεί η νόσος, τόσο σε ατομικό όσο και συλλογικό επίπεδο ανάλογα με το πώς εννοιολογείται, αλλά και ως πολιτικό εργαλείο καταπίεσης ή χειραγώγησης των λαών. Διότι δεν είναι όλες οι αρρώστιες ίδιες. Η σπουδαιότητά τους στον συλλογικό ψυχισμό δεν εξαρτάται αποκλειστικά, ούτε καν κυρίως, από το πόσο επικίνδυνες ή θανατηφόρες είναι αλλά από το μυστήριο που τις περιβάλλει και τον ρόλο που αυτός ο προσδοκώμενος κίνδυνος καλείται να επιτελέσει στην κοινωνία. «Το ότι είναι θανατηφόρες δεν αρκεί από μόνο του για να προκαλέσει τον τρόμο», επισημαίνει η Σόνταγκ. Για παράδειγμα, «ο καρκίνος προκαλεί περισσότερο φόβο από την καρδιοπάθεια, μολονότι κάποιος που είχε στεφανιαίο επεισόδιο είναι πιθανότερο να πεθάνει κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια, παρά κάποιος που έχει καρκίνο. Μια καρδιακή προσβολή είναι ένα γεγονός αλλά δεν δίνει σε κάποιον καινούργια ταυτότητα, μετατρέποντας τον πάσχοντα σ' έναν απ' "αυτούς"». Το ποιοι είναι οι «αυτοί» αλλάζει, αλλά πάντα εξυπηρετεί κοινωνικές ανάγκες και σκοπιμότητες.
Η φυματίωση, λόγου χάρη, ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα ρομαντικοποιήθηκε, σχεδόν εξιδανικεύτηκε, αφού θεωρούταν «αρρώστια των ανώτερων και ευγενών τμημάτων της ανθρώπινης ύπαρξης» (αδερφοί Γκονκούρ), κάτι που «κάνει τον άρρωστο σεξουαλικά ελκυστικό», «περισσότερο σύνθετο ψυχολογικά», «ένδειξη ευγένειας, λεπτότητας, ευαισθησίας». «Ο Σοπέν ήταν φθισικός σε μια εποχή που η καλή υγεία δεν ήταν σικ», έγραφε ο Καμίγ Σαιν-Σανς το 1913. Ακόμα και ο θάνατος από φυματίωση εξιδανικεύτηκε και θεωρήθηκε ωραίος και ευγενής, παρότι στην πραγματικότητα συχνά ήταν οδυνηρός και μαρτυρικός.
«Στον 20ο αιώνα η ομάδα των μεταφορών και των διαθέσεων που συνδεόταν προηγουμένως με τη φυματίωση διχάζεται και διαμοιράζεται σε δύο νόσους», γράφει η Σόνταγκ, προσκομίζοντας πολλά παραδείγματα προς επίρρωση των επιχειρημάτων της. «Ορισμένα χαρακτηριστικά της φυματίωσης πηγαίνουν στην παραφροσύνη: οι ακρότητες ενός πνεύματος που παραείναι ευαίσθητο για να αντέξει την αηδία του χυδαίου, καθημερινού κόσμού.» Κατά τη ρομαντική αντίληψη η νόσος παροξύνει τη συνείδηση. «Το τωρινό όχημα του αιώνιου μύθου για την αυτοϋπέρβαση δεν είναι πια η φυματίωση αλλά η παραφροσύνη, που οδηγεί τη συνείδηση σε μια κατάσταση παροξυσμικής φώτισης».
Σικ και ντεμοντέ αρρώστιες
Τα χαρακτηριστικά της φυματίωσης που δεν μπορούσαν να ρομαντικοποιηθούν αποδόθηκαν στον καρκίνο. Διότι η φυματίωση ήταν συγχρόνως κατάρα και πηγή εξαιρετικού τρόμου, απομονώνοντας κάποιον από την κοινωνία. Άσχετα από τη συχνότητά της, θεωρούταν μυστηριώδη ασθένεια μεμονωμένων ατόμων, «ένα θανάσιμο βέλος που μπορούσε να πλήξει οποιονδήποτε», ξεχωρίζοντας τα θύματά της ένα ένα. Η φυματίωση έγινε τρομαχτική όχι μόνο ως μεταδοτική νόσος, όπως η χολέρα, αλλά ως φαινομενικά αυθαίρετο, ακατανόητο «μίασμα». «Κανείς απ' όσους κολλάνε τύφο ή χολέρα δεν ρωτάει "γιατί εγώ;"» επισημαίνει η Σόνταγκ. Διότι αυτή η ερώτηση (που σημαίνει «είναι άδικο») προσιδιάζει σε αρρώστιες που πλήττουν ατομικά, σαν τιμωρία, όπως ο καρκίνος και το AIDS. Νόσους, δηλαδή, που ανεξάρτητα από τα «αντικειμενικά» αίτια τους πιστεύεται ευρέως ότι απαιτείται μια ορισμένη εσωτερική προδιάθεση για να προσβληθεί κανείς από αυτή. Ακόμη και σήμερα επικρατεί η διαδεδομένη πίστη ότι υπάρχει ένας τύπος χαρακτήρα ανθρώπου με προδιάθεση στον καρκίνο - και μάλιστα αυτή η άποψη «εκλαμβάνεται ως η πιο προωθημένη ιατρική σκέψη», τονίζει η Σόνταγκ.
Το ότι είναι θανατηφόρες δεν αρκεί από μόνο του για να προκαλέσει τον τρόμο. Μια καρδιακή προσβολή είναι ένα γεγονός αλλά δεν δίνει σε κάποιον καινούργια ταυτότητα, μετατρέποντας τον πάσχοντα σ' έναν απ' «αυτούς».
«Οι αρρώστιες γύρω από τις οποίες συγκεντρώνονται οι νεότερες φαντασιώσεις -φυματίωση, καρκίνος- θεωρούνται μορφές αυτοτιμωρίας, αυτοπροδοσίας». Σε αυτές μπορεί να προστεθεί και το AIDS, που κατέλαβε μεγάλο μέρος των φαντασιώσεων που μέχρι πρότινος εξυπηρετούσε ο καρκίνος στο συλλογικό συνειδητό, συμβάλλοντας, ειρωνικά, στο να κάνει τον καρκίνο λιγότερο φοβιστικό. «Λόγω του AIDS, η εκλαϊκευμένη, παραπλανητική εικόνα του καρκίνου ως επιδημίας, ακόμη και ως μάστιγας, φαίνεται να υποχωρεί». Το AIDS έχει κάνει τον καρκίνο κοινότοπο. «Φαίνεται ότι οι κοινωνίες ενώ χρειάζονται να έχουν μια νόσο που να ταυτίζεται με το κακό και να ρίχνει το φταίξιμο στα "θύματά" της, είναι δύσκολο να έχουν περισσότερες από μία». Τον ρόλο λοιπόν του φόβητρου τον επιτελεί πια το AIDS, με όσα συνεπάγεται αυτή η μετατόπιση.
Επειδή ακριβώς ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε μια νόσο δεν έχει αποκλειστικά σχέση με τα μετρήσιμα ιατρικά δεδομένα, παρότι η ιατρική πραγματικότητα του AIDS έχει αλλάξει άρδην μέσα σε μια δεκαετία και από σχεδόν πάντα θανατηφόρο έχει μετατραπεί σε μια αντιμετωπίσιμη χρόνια νόσο με ποιότητα ζωής και προσδόκιμο ζωής καλύτερο από τον διαβήτη ή τη νεφροπάθεια, ο τρόπος που εξακολουθούμε να εννοιολογούμε το AIDS δεν έχει αλλάξει σχεδόν καθόλου. Παραμένει η μεγάλη «μάστιγα», μια κατάρα, μια τιμωρία για προσωπικές «αμαρτίες», ή έστω για ηθικά «στραβοπατήματα», αν η λέξη «αμαρτία» μας πέφτει πολύ βαριά ή ξένη για το αξιακό σύστημά μας.
Ζήτω οι προκαταλήψεις!
Από αυτό το ισχυρό στερεότυπο δεν ξεφεύγει το πρώτο σοβαρό ελληνικό βιβλίο που μιλάει για την οροθετικότητα από την πλευρά μιας οροθετικής. Το Και βέβαια δε σας αφορά (2007) καταπολεμά την άγνοια και σπέρνει τον τρόμο. Ελάχιστα έχουν γραφεί από έλληνες οροθετικούς για το HIV. Το AIDS στη χώρα μας παραμένει απρόσωπο, αφού σχεδόν κανείς οροθετικός δεν έχει μιλήσει δημοσίως. Ως εκ τούτου αυτοί που βγαίνουν να μιλήσουν γι' αυτό δίνουν πρόσωπο σε μια απρόσωπη έννοια. Και δυστυχώς το πρόσωπο που δημιουργείται από το συγκεκριμένο βιβλίο, όπως και από τα άλλα δύο που εξετάζω, είναι καθ' όλα άσχετο με την πραγματικότητα όπως τη βιώνουν οι περισσότεροι οροθετικοί σήμερα.
Το Και βέβαια δε σας αφορά είναι ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο γραμμένο στο πρώτο πρόσωπο, στο οποίο η συγγραφέας αφηγείται την περιπέτειά της ως οροθετικής, από τη στιγμή που το έμαθε με άσχημο τρόπο όταν νόσησε ο νεογέννητος γιος της. Στόχος του βιβλίου, όπως δηλώνει η Αθηναίου, είναι να ευαισθητοποιήσει τους ετεροφυλόφιλους και κυρίως τις γυναίκες γύρω από τον κίνδυνο μετάδοσης, καθώς οι περισσότεροι πιστεύουν ότι το AIDS δεν τους αφορά. Ένας δεύτερος στόχος της είναι να καταπολεμήσει τον στιγματισμό και τις προκαταλήψεις που έχει η κοινωνία γύρω από το HIV και τους οροθετικούς.
Οι στόχοι της είναι αναμφισβήτητα καίριοι και σημαντικότατοι και ως ένα βαθμό τον πρώτο τον πετυχαίνει. Η ίδια είναι μια ευυπόληπτη γυναίκα της καλής κοινωνίας, σπουδαγμένη, πετυχημένη, μακριά από τα στερεότυπα που έχει ο κόσμος για τους «περιθωριακούς» οροθετικούς. Είναι «καταξιωμένη», όπως αυτοπροσδιορίζεται κάπως παράξενα στον υπότιτλο και φροντίζει να τονίσει ξανά και ξανά σε όλο το βιβλίο. Το να κολλήσει εκείνη HIV -και μάλιστα από τον μόνιμο και μοναδικό της ερωτικό σύντροφο- χτυπάει καμπανάκι για πολλές γυναίκες.
Τον δεύτερο στόχο, αυτόν της καταπολέμησης των προκαταλήψεων, δυστυχώς όχι μόνο δεν τον πετυχαίνει αλλά αντιθέτως, τον αντιστρατεύεται. Το βιβλίο βουλιάζει σε βάλτους μελοδράματος και αυτοοικτιρμού. «Είχα εθιστεί στον πόνο που είχα μάθει από μικρή», εκμυστηρεύεται κάπου η συγγραφέας σε μια σπάνια στιγμή συνειδητότητας. Αν εξαιρέσουμε την ατυχία να μολυνθεί με HIV αυτή, ο άντρας της και το μωρό τους, όλες τις άλλες δυστυχίες της ζωής της μοιάζει να τις προκάλεσε από μόνη της. Το να είσαι οροθετικός δεν είναι καταδίκη σε μοναξιά και κοινωνική απομόνωση, όπως διακηρύσσει σε 142 σελίδες κειμένου. Αλλά αν μοναξιά και απομόνωση περιμένεις, αυτό θα βρεις. «Την κόλαση και τον παράδεισο τον δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι, ανάλογα με τον τρόπο που εκλαμβάνουμε όσα αρνιόμαστε ή αποδεχόμαστε», δηλώνει πολύ σωστά και η ίδια στη σελ. 132.
Είναι κρίμα, λοιπόν, που η Αθηναίου περνάει ένα μήνυμα «κόλασης» για όσους έχουν HIV με αφορισμούς όπως: «άχθος του νοσήματος», «ελάχιστα ζευγάρια έχουν απομείνει μαζί», «η οροθετικότητα διαβρώνει τα αισθήματα πιο έντονα και από τον χρόνο», «οι περισσότεροι προτίμησαν τη μοναξιά από τη συνεχή αναζήτηση και τη συνακόλουθη απόρριψη από τους υγιείς συντρόφους τους»... Δεν αμφισβητώ ότι ενδέχεται αυτή να είναι η δική της πραγματικότητα, αλλά το γεγονός ότι την παρουσιάζει σαν γενική αλήθεια εμπεδώνει ακριβώς το στερεότυπο του δυστυχισμένου, κακομοίρη, φτυσμένου από τη μοίρα και την κοινωνία οροθετικού. Από το 1991 και εξής έχω γνωρίσει εκατοντάδες οροθετικούς, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν τον εαυτό τους θύμα, άτυχο ή καταραμένο, που αντιλαμβάνονται το AIDS σαν καταδίκη ή τιμωρία για τις επιλογές τους και τον τρόπο ζωής τους. Πολύ περισσότεροι όμως είναι αυτοί βλέπουν το AIDS σαν καμπανάκι για να πάρουν στα χέρια τη ζωή τους και να ζήσουν πιο ολοκληρωμένα, πιο ενεργά, ακόμη και την περίοδο πριν από το 1996, όταν AIDS σχεδόν πάντα σήμαινε θάνατο.«Οι αρρώστιες γύρω από τις οποίες συγκεντρώνονται οι νεότερες φαντασιώσεις –φυματίωση, καρκίνος, AIDS– θεωρούνται μορφές αυτοτιμωρίας, αυτοπροδοσίας».
Το AIDS δεν οδηγεί καν απαρέγκλιτα στην κοινωνική απομόνωση. Γνωρίζω πάρα πολλούς οροθετικούς, εδώ, στην Ελλάδα, όχι σε κάποια «προχωρημένη» Σουηδία, που ζουν πλήρως ενταγμένοι ως οροθετικοί, με οικογένεια, φίλους, καριέρα, δραστήρια ερωτική ζωή. Μάλιστα οι περισσότεροι οροθετικοί που γνωρίζω, γκέι και στρέιτ, έχουν μόνιμη ερωτική σχέση με μη οροθετικούς. Αναμφισβήτητα υπάρχει στιγματισμός και κοινωνική απόρριψη, για όλους τους λόγους που αναλύει διεξοδικά η Σόνταγκ στο βιβλίο της. Το AIDS έχει εκτοπίσει τον καρκίνο ως ο μεγάλος συλλογικός μπαμπούλας μας, και καμία «λογική», «ιατρική» εξήγησή του δεν καταφέρνει να κάμψει την παράνοια που κυριαρχεί γι' αυτό. «Οι μολυσματικές ασθένειες που αποδίδονται σε σεξουαλικό σφάλμα πάντοτε προκαλούν φόβους για εύκολη μετάδοση και παράξενες φαντασιώσεις για τη μετάδοσή τους μέσω μη αφροδίσιων τρόπων στους δημόσιους χώρους», εξηγεί η Σόνταγκ, παραθέτοντας γλαφυρά παραδείγματα από τη σύφιλη. «Το να κολλήσει κανείς την αρρώστια μέσω μιας σεξουαλικής πρακτικής θεωρείται ότι είναι σε μεγάλο βαθμό εκούσιο και γι' αυτό αξίζει να κατηγορηθεί».
Το Και βέβαια δε σας αφορά είναι ένα πολύ παράδοξο βιβλίο. Ενώ από τη μία η συγγραφέας εμφανίζεται αγωνίστρια, άνθρωπος που δεν το βάζει κάτω και δεν δέχεται την ηττοπάθεια, από την άλλη καθ' όλο το βιβλίο περνάει ένα μήνυμα μοναξιάς, απομόνωσης, δυστυχίας και άφατου πόνου. Η «αυτοβιογραφία μιας καταξιωμένης οροθετικής» διαιωνίζει και τονώνει τις προκαταλήψεις αντί να τις σπάει. Τελειώνοντάς το, δεν ξέρεις αν πρέπει να της πεις μπράβο για το θάρρος της ή να την προτρέψεις να ξυπνήσει και να δει πώς αντιμετωπίζουν άλλοι φορείς την οροθετικότητά τους, χωρίς τόνους αυτολύπησης και μελοδράματος. Το Και βέβαια δε σας αφορά δεν διαβάζεται εύκολα. Η χρονική αλληλουχία των γεγονότων είναι ο μοναδικός συνδετικός κρίκος σε μια κατά τα άλλα χαοτική αφήγηση με στακάτο προτάσεις και καμία λογοτεχνική αξίωση. Αν στόχος της συγγραφέα ήταν «να μειωθεί η άγνοια και ο τρόμος», όπως δηλώνει το βιβλίο, σίγουρα συμβάλλει αξιέπαινα στη μείωση της άγνοιας. Εξίσου σίγουρα υποδαυλίζει τον τρόμο.
Μαθήματα αυτοκαταστροφής
Ο Αφανισμός του Νίκου, του Αύγουστου Κορτώ (2008) ήδη από την πρώτη κιόλας παράγραφο εμπεδώνει όλα τα αρνητικά στερεότυπα για το AIDS: «[ο ήρωας] θα μαρτυρήσει όσο κι ο κάθε μελλοθάνατος, αν όχι περισσότερο. Ξέρει πως θ' αρρωστήσει μ' αρρώστιες τερατώδεις· το κορμί του θα το καταβροχθίσει πλήθος καρκίνων, λεγεώνα·». Εν έτει 2008 αυτή η αντίληψη του AIDS είναι επιεικώς άσχετη με την πραγματικότητα όταν μιλάμε για τον δυτικό κόσμο, κάτι που σίγουρα γνωρίζει ο συγγραφέας. Γιατί λοιπόν επιλέγει να χρησιμοποιήσει το AIDS τόσο εξωπραγματικά; Ο λόγος δεν αφορά το AIDS καθαυτό όσο μια πολύ φοβερότερη αρρώστια που αντιμετωπίζει ο ήρωάς του: τη βία και το μίσος που έχει εσωτερικεύσει επειδή είναι ομοφυλόφιλος.
Ο ήρωας του Κορτώ είναι άρρωστος πολύ πριν κολλήσει τον ιό του AIDS. Εξάλλου ακόμη και ο τρόπος που κολλάει είναι ιατρικά εξωπραγματικός: τριάντα δευτερόλεπτα κολπικής επαφής χωρίς προφυλακτικό με μια πόρνη μπορεί να σου μεταδώσουν πολλές αρρώστιες, HIV όμως δύσκολα. Ο Νίκος του μυθιστορήματος είναι άρρωστος κοινωνικά και ψυχικά επειδή δεν μπορεί να αποδεχτεί με καμία δύναμη ότι ένας ομοφυλόφιλος μπορεί να έχει καλό τέλος. Είναι καταδικασμένος στη μοναξιά, την αγαμία, την περιφρόνηση, την αρρώστια ... (συμπληρώστε όποια άλλα δεινά και κατάρες σας έρχονται στον νου) απλά και μόνο επειδή ερωτεύεται άντρες. Πρέπει να πάθει AIDS. Είναι η ιδανική τιμωρία για αυτό που είναι. Και φυσικά αφού το πάθει πρέπει να υποφέρει.
Μπορεί ο τρόπος που το μυθιστόρημα πραγματεύεται το AIDS να είναι άσχετος με την τρέχουσα πραγματικότητα, ο ήρωας του όμως είναι πολύ πραγματικός και δυστυχώς αρκετά συνηθισμένος. Πολλοί ομοφυλόφιλοι κατατρύχονται από βαθιές ενοχές για αυτό που είναι και φτάνουν σε άκρα στην απελπισμένη προσπάθειά τους να αποκηρύξουν τη φύση τους. Είναι αλήθεια ότι πολλοί ομοφυλόφιλοι αντιμετωπίζουν ψυχικά προβλήματα, αλλά αυτά δεν οφείλονται στην ομοφυλοφιλία τους αλλά στον τρόπο που αυτή αντιμετωπίζεται κοινωνικά. Με απλά λόγια, αν έχεις μεγαλώσει παίρνοντας μηνύματα από παντού ότι είσαι ανώμαλος, άχρηστος και σιχαμένος και τίποτα το καλό δεν σου επιφυλάσσει η ζωή, κάπου θα ξεσπάσει αυτός ο ψυχολογικός πόλεμος. Λίγο πολύ όλοι οι ομοφυλόφιλοι κουβαλάμε αυτή την εσωτερικευμένη ενοχή απλά και μόνο επειδή υπάρχουμε. Ο Νίκος έχει πειστεί ότι είναι αδύνατο να ευτυχήσει. Ότι μπορεί καν να ερωτευτεί αμοιβαία. Οπότε τι μένει; Πόνος και δυστυχία. Το AIDS του έρχεται γάντι. Ως τιμωρία είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του, αφού ήδη ένα σωρό ηθικολόγοι έχουν διακηρύξει ότι είναι «η τιμωρία του Θεού» για τους ανώμαλους, η «εκδίκηση της φύσης» για τον αφύσικο τρόπο ζωής. Ξεχνάμε βέβαια ότι αν όντως ίσχυε κάτι τέτοιο, ο εκλεκτός λαός του Θεού θα ήταν οι λεσβίες, η κοινωνική ομάδα που πλήττεται ελάχιστα από τον HIV.
Ξουτ κακό!
Ξεχνάμε επίσης ότι τον ρόλο που παίζουν σήμερα οι ομοφυλόφιλοι ως «ομάδα υψηλού κινδύνου», ως αποδιοπομπαίοι τράγοι της κοινωνίας, τον έχουν παίξει πολλές άλλες πληθυσμιακές ομάδες στην ανθρώπινη ιστορία, με αφορμή άλλες αρρώστιες. Η νόσος είναι μια εύκολη διέξοδο της κοινωνίας για να αποδίδει ευθύνες, να ξορκίζει το κακό, «να ψέγει, να τιμωρεί και να λογοκρίνει διαμέσου της εικονοποιίας της νόσου», όπως παρατηρεί η Σόνταγκ. Είναι σαν η υγεία να αποτελεί απόδειξη αρετής και η νόσος απόδειξη διαφθοράς. Και φυσικά ο εχθρός είναι πάντα άλλος. Η σύφιλη, λόγου χάρη, στην Αγγλία ήταν η γαλλική ευλογιά, για τους Παρισινούς ήταν η morbus Germanicus, η αρρώστια της Νεάπολης για τους Φλωρεντινούς, η κινέζικη αρρώστια για τους Ιάπωνες. «Αυτό έγκειται», εξηγεί η Σόνταγκ, «στην έννοια ακριβώς του κακού, που ταυτίζεται αρχαϊκά με τους εκτός ημών, με τους ξένους». Ένα πρόσωπο που μολύνει είναι πάντοτε κακό. Ισχύει επίσης και το αντίθετο: ένα πρόσωπο που κρίνεται κακό θεωρείται πηγή μόλυνσης, δυνητικά τουλάχιστον. Και ο Νίκος είναι κακός απλά και μόνο επειδή είναι γκέι. Φέρει το κακό και τη δυστυχία αξιωματικά· τα δικαιούται και το αξίζει. Ο ήρωας του Αφανισμού έχει τόσες ευκαιρίες να αγγίξει την ευτυχία ή έστω μια εφικτή παραλλαγή της και τις κλωτσά όλες στα μούτρα, σε βαθμό που ως αναγνώστης καταλήγεις να εύχεσαι να πεθάνει μια ώρα αρχύτερα και να βάλει τέλος στην αυτοδημιούργητη ταλαιπωρία του.
Ο ήρωας του μυθιστορήματος είναι άρρωστος κοινωνικά και ψυχικά επειδή δεν μπορεί να αποδεχτεί με καμία δύναμη ότι ένας ομοφυλόφιλος μπορεί να έχει καλό τέλος.
Τα μυθιστορήματα του Κορτώ βρίθουν από σεξουαλική ελευθεριότητα - ατέρμονα γαμήσια, εξεζητημένα βίτσια, φιληδονία και ηδυπάθεια. Όμως εν τέλει αυτή η σεξουαλική ελευθεριότητα φαίνεται να πηγαίνει χέρι χέρι με την υπόρρητη καταδίκη της, αφού τόσο στον Δαιμονιστή (που πραγματώνει τις επιθυμίες του) όσο και στον Αφανισμό του Νίκου (που τρομοκρατείται και ματαιώνεται μπροστά στην πραγμάτωσή τους) το σεξ φέρνει την καταστροφή. Ο Κορτώ, τουλάχιστον σε αυτά τα δύο έργα, είναι ένας εξόχως συντηρητικός συγγραφέας. Το AIDS εξυπηρετεί άριστα αυτή τη συντηρητική σκοπιμότητα, αφού, όπως επισημαίνει καίρια η Σόνταγκ, «ακόμη μεγαλύτερη είναι η χρησιμότητα του AIDS στην επιδίωξη μιας από τις κύριες δραστηριότητες των καλούμενων νεοσυντηρητικών, στην Kulturkampf εναντίον όλου αυτού του αμαλγάματος ιδεών, στάσεων ζωής και αξιών που ονομάζεται, εν συντομία (και ανακριβώς), δεκαετία του '60. Μια ολόκληρη πολιτική [...] της μη ανοχής, της παράνοιας, του φόβου για την πολιτική αδυναμία έχει στηριχτεί πάνω σ' αυτή τη νόσο».
Ό,τι δεν υπάρχει δεν ενοχλεί
Το τέταρτο βιβλίο, το Αντίο AIDS!, διαφοροποιείται από τα προηγούμενα ως προς το ότι αρνείται εντελώς την ύπαρξη του AIDS. Το AIDS δεν είναι παρά αποκύημα μιας παγκόσμιας συνομωσίας πολιτικών, φαρμακευτικών εταιρειών και ΜΜΕ. Σύμφωνα με τη συγγραφέα, δεν έχει αποδειχθεί ότι ο ιός HIV προκαλεί AIDS. Γραμμένο ως πρωτοπρόσωπη μαρτυρία του αγώνα που έδωσε ενάντια στο ιατρικό κατεστημένο και την παγκόσμια συνωμοσία, το εν λόγω πόνημα πρωτοτυπεί μόνο ως προς το ότι είναι γραμμένο στα ελληνικά. Η Παπαγιαννίδου δεν είναι μόνη· υπάρχουν κάμποσοι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο που αρνούνται την ύπαρξή του -οι λεγόμενοι αρνητές του AIDS- αρκετοί από τους οποίους έχουν στο μεταξύ αποβιώσει από AIDS.
Η Παπαγιαννίδου και οι ομοϊδεάτες της όχι μόνο αρνούνται την ύπαρξη του ιού, αλλά και τις επίσημες στατιστικές όλης της υφηλίου. Τα Ηνωμένα Έθνη και όλα τα Υπουργεία Υγείας όλων των κρατών του κόσμου λένε ψέματα ή κάνουν λάθος. Είναι σίγουρη, βασιζόμενη στις δικές της έρευνες, ότι ο ιός μεταδίδεται μόνο σε ομοφυλόφιλους ή τοξικομανείς. Δεν έχει βρει κανέναν ετεροφυλόφιλο άντρα οροθετικό. Ούτε καν αυτοί με τους οποίους έκανε σεξ χωρίς προφυλάξεις (κατά δική της ομολογία) δεν κόλλησαν, ισχυρίζεται (πολύ υπεύθυνα και ηθικά πειράματα έκανε στους εραστές της). Όσον αφορά την Αφρική, όπου οι ετεροφυλόφιλοι πεθαίνουν από AIDS σαν τις μύγες, όλα είναι ψέματα. Δεν πεθαίνουν από τον HIV, αλλά από άλλες αιτίες.
Ο τρόπος που αντιμετωπίζει το AIDS η Παπαγιαννίδου είναι κλασικός τρόπος αντιμετώπισης νόσων απειλητικών για τη ζωή. Όταν η επιστήμη, ο νέος Θεός, φαίνεται να σηκώνει ψηλά τα χέρια, ο άνθρωπος, μες στην απόγνωσή του, στρέφεται είτε στην εξήγηση του προβλήματος με άλλους όρους (μεταφυσικούς, ενεργειακούς, ψυχαναλυτικούς) προκειμένου να έχει την ψευδαίσθηση κάποιου ελέγχου, είτε στην ολοσχερή άρνηση ότι υπάρχει πρόβλημα. Η Σόνταγκ αναλύει με οξυδέρκεια τον μηχανισμό: «Η φυματίωση υπήρξε μια νόσος στην υπηρεσία μιας ρομαντικής κοσμοθεώρησης. Ο καρκίνος βρίσκεται τώρα στην υπηρεσία μιας υπεραπλουστευμένης κοσμοθεώρησης που μπορεί να μεταστραφεί σε παρανοϊκή. Η νόσος πολλές φορές βιώνεται ως μια μορφή δαιμονοληψίας -οι όγκοι ονομάζονται "κακοήθεις" ή "καλοήθεις", σαν δυνάμεις- και πολλοί τρομοκρατημένοι καρκινοπαθείς ωθούνται στην αναζήτηση μεταφυσικών θεραπειών για να δεχτούν τον εξορκισμό τους». Αυτός ακριβώς ήταν και ο λόγος που καταπιάστηκε η ίδια με το θέμα της νόσου και των μεταφορών της. Η φήμη της αρρώστιας αύξανε τα βάσανα αυτών που την είχαν. Οι καρκινοπαθείς εκδήλωναν ένα αίσθημα αποστροφής προς την αρρώστια τους, ένα είδος ντροπής. «Οι μεταφορικές παγίδες του καρκίνου έχουν πολύ πραγματικές συνέπειες: αποτρέπουν τους ανθρώπους από να αναζητούν πράγματι μια θεραπεία ή από το να καταβάλλουν μεγαλύτερη προσπάθεια για επαρκέστερη θεραπεία. Ήμουν πεπεισμένη ότι οι μεταφορές και οι μύθοι σκοτώνουν». Η Σόνταγκ έχει απόλυτο δίκιο· ακόμα και το 2008, όταν το AIDS στον δυτικό κόσμο είναι μια αντιμετωπίσιμη χρόνια νόσος, ο Κορτώ μπορεί να γράφει για τον ήρωά του ότι: «Η θεραπεία είναι χειρότερη από την αρρώστια: θα τον τρυπάνε και θα τον ποτίζουν κίτρινα ολόλαμπρα δηλητήρια που θα τον αρρωσταίνουν τρισχειρότερα· θα λάβει αγωγή καταναγκαστική και μάταιη, που θα τη νιώσει σαν πρόσθετο εξευτελισμό, σαν τιμωρία».
Τα πρώτα χρόνια της επιδημίας του AIDS, όταν ήταν σχεδόν πάντα θανατηφόρο, το AIDS έκανε κάτι παραπάνω από να απειλεί τη ζωή μας· απειλούσε την πίστη μας στην παντοδυναμία μας, την οποία (βαυκαλιζόμασταν ότι) είχαμε κερδίσει χάρη στα επιτεύγματα της ιατρικής. Ειδικά εκείνα τα χρόνια, εμφανίστηκαν πολλές εξηγήσεις και θεωρίες συνωμοσίας για την προέλευσή του, που όλες όμως είχαν κοινό παρανομαστή την απεγνωσμένη προσπάθεια του ανθρώπου να ξορκίσει ένα κακό που δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί αλλιώς.
Το Αντίο AIDS! είναι σαγηνευτικό ακριβώς επειδή δίνει εύκολες λύσεις εκεί που δεν υπάρχουν. Ναι μεν πλέον τα ιατρικά επιτεύγματα έχουν καταστήσει την οροθετικότητα χρόνιο νόσημα, αλλά οι αγωγές είναι τοξικές και ενίοτε προκαλούν άλλα σοβαρά προβλήματα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ανημπόριας, μια θεωρία συνωμοσίας που ακυρώνει εντελώς το πρόβλημα και δίνει ελπίδα είναι ευνόητο ότι θέλγει, όπως θέλγουν και οι κατά καιρούς θαυματουργές θεραπείες, στην Κούβα, την Αρμενία, το Καματερό κ.ο.κ. Στον πρόλογό της η Παπαγιαννίδου αναφέρει ότι κατηγορείται ως παράνομη και επικίνδυνη. Είναι πράγματι επικίνδυνη, όχι όμως για το «ιατρικό και φαρμακευτικό κατεστημένο», αλλά για τους οροθετικούς που αποζητούν εναγωνίως ένα θαύμα.
Οι αρνητές του AIDS δεν θα εξαφανιστούν όσα λογικά επιχειρήματα κι αν προσκομίσουμε, απλούστατα επειδή η ύπαρξή τους δεν οφείλεται στην έλλειψη επιχειρημάτων ή επιστημονικών αποδείξεων αλλά στον ψυχολογικό μηχανισμό άρνησης μιας συναισθηματικά οδυνηρής κατάστασης. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται και η σαγήνη όλων των θεωριών συνομωσίας: εξηγούν με ένα αυτοαναφορικά αυταπόδεικτο τρόπο τα πάντα, αποδιώχνοντας το κακό. Εν πάση περιπτώσει, όσοι ενδιαφέρονται για τις πολυάριθμες θεωρίες συνωμοσίας όσον αφορά την προέλευση του AIDS, ας επισκεφτούν: AIDS origins opposed to scientific consensus και AIDS denialism.
.Εν κατακλείδι, τα βιβλία της Αθηναίου, του Κορτώ και της Παπαγιαννίδου ενδείκνυνται για μια παρωχημένη και ουσιωδώς επικίνδυνη αντιμετώπιση του φαινομένου AIDS ως νόσου αλλά και ως καθημερινής ζωής. Ειδικά Ο αφανισμός του Νίκου μπορεί να διαβαστεί ως ένα εξαίρετο παράδειγμα των καταστροφικών συνεπειών που μπορεί να προκαλέσει η εσωτερικευμένη καταπίεση της ομοφυλοφιλίας.