Ο Δεκέμβρης του Αλέξη και τα γκέι προφίλ
Βιβλίο
Όταν οι ημερίδες δεν είναι θεωρητικούρες αλλά δρόμος για την επιβίωσή μας. Τι υπάρχει έξω απ' την ντουλάπα, τι σημαίνει ταυτότητα και αριστερή αρρενωπότητα; Ένα βιβλίο που συνδυάζει το προσωπικό βίωμα με τη θεωρία.
του Δημήτρη Αγγελίδη
Ένα ενδιαφέρον και σημαντικό βιβλίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πλέθρον με τίτλο «Σώμα, φύλο, σεξουαλικότητα: ΛΟΑΤΚ πολιτικές στην Ελλάδα», σε επιμέλεια της Άννας Αποστολέλη και της Αλεξάνδρας Χαλκιά• συγκεντρώνει επανεπεξεργασμένες τις εισηγήσεις (εκτός από μία) που παρουσιάστηκαν σε μια εξίσου σημαντική και ενδιαφέρουσα ημερίδα, που διοργάνωσε το Athens Pride στο Πάντειο Πανεπιστήμιο το 2009 με τίτλο «Σεξουαλικότητες και φύλα: Λεσβιακές, Γκέι, Αμφί, Τρανς και Queer κοινότητες στην Ελλάδα».
Το βιβλίο δε δημοσιεύει τα πρακτικά της ημερίδας, αλλά προχωρά ένα βήμα παραπέρα: οι εννέα εισηγήσεις που δημοσιεύονται έχουν υποβληθεί σε βασανιστική επανεπεξεργασία, με τη συνεργασία των επιμελητριών και των εισηγητών και εισηγητριών, έτσι ώστε να διασαφηνιστούν ενδεχόμενες ασάφειες και να καλυφθούν ενδεχόμενα κενά. Η παρουσίασή τους στο βιβλίο, μαζί με την εισαγωγή των επιμελητριών, ένα σύντομο χαιρετισμό του Athens Pride και τον πλούσιο βιβλιογραφικό κατάλογο, μπορεί να διαβαστεί σαν αφήγημα, με κεντρικό θέμα –θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς– την «ορατότητα», τη λέξη κλειδί που βρίσκεται στην καρδιά των ΛΟΑΤ πολιτικών και στο στόχαστρο της κουίρ θεωρίας.
Δύο είναι οι ιδιαιτερότητες που κάνουν το βιβλίο ξεχωριστό. Η πρώτη ιδιαιτερότητα έχει να κάνει με το γεγονός ότι στο βιβλίο συνομιλούν η θεωρητική επεξεργασία και η ακτιβιστική εμπειρία, το βιβλίο και ο δρόμος. Αυτός ο ζυγιασμένος διάλογος μεταξύ θεωρίας και εμπειρίας επιτυγχάνεται, όχι μόνο επειδή οι εισηγητές και οι εισηγήτριες προέρχονται τόσο από τον πανεπιστημιακό χώρο όσο και από τον ΛΟΑΤ ακτιβιστικό χώρο, αλλά και επειδή η κάθε εισήγηση φροντίζει να αναλύει το εμπειρικό της υλικό μέσα από ένα επεξεργασμένο θεωρητικό οπλοστάσιο. Σε κάθε εισήγηση, η θεωρία και η ακτιβιστική δράση βάζουν ερωτήματα η μία στην άλλη και ανιχνεύουν τα όριά τους, κι έτσι το βιβλίο καταφέρνει να αποφύγει τη διπλή παγίδα του ακαδημαϊσμού και του εμπειρισμού.
Η δεύτερη ιδιαιτερότητα του βιβλίου έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα κείμενα δεν αποτελούν μεταφράσεις ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας, αλλά πρωτότυπες επεξεργασίες θεμάτων από τη σημερινή ελληνική κοινωνία. Το βιβλίο παίρνει λοιπόν τη σκυτάλη από τις λιγοστές ελληνικές εκδόσεις με πρωτότυπες εργασίες στα θέματα της σεξουαλικότητας. Στην εισαγωγή τους, οι επιμελήτριες επισημαίνουν τον κίνδυνο ενός φετιχισμού της ξένης σκέψης στα ΛΟΑΤΚ ζητήματα, φετιχισμού που μπορεί να πάρει τη μορφή νεοαποικιακής εξάρτησης της σχετικής ελληνικής έρευνας. Η επισήμανσή τους είναι εύστοχη, αρκεί βέβαια να επισημανθεί επίσης πως ακόμα και στις μεταφράσεις ξενόγλωσσων μελετών για τη σεξουαλικότητα η ελληνική εκδοτική παραγωγή υστερεί πολύ, με αποτέλεσμα να παραμένουν άγνωστα στο ελληνόγλωσσο αναγνωστικό κοινό έργα που στο εξωτερικό θεωρούνται κείμενα αναφοράς για τη μελέτη της σεξουαλικότητας.
Ακόμη και από αυτή την άποψη, το βιβλίο αποτελεί σημαντική συνεισφορά, διότι μεταφέρει στην ελληνική πραγματικότητα την πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση που διεξάγεται διεθνώς με αιχμή την κουίρ θεωρία. Αν η ορατότητα αποτελεί το ευαγγέλιο των πολιτικών της ΛΟΑΤ ταυτότητας, οι εισηγήσεις του βιβλίου προτείνουν αιρετικές αναγνώσεις της έννοιας της «ορατότητας» και προβληματοποιούν την έννοια της ταυτότητας. Αφήνοντας προσωρινά στην άκρη το δίλημμα «ουσιοκρατία» ή «κοινωνική κατασκευή», που αφορά την προέλευση της ομοφυλοφιλίας, προτείνουν να αναρωτηθούμε πάνω στην κοινωνική σημασία της ομοφυλοφιλίας και της ταυτότητας: ποιους αφορά σήμερα το αίτημα της «ορατότητας», πάνω στο οποίο στηρίζεται η γκέι ταυτότητα, αν όχι άνδρες και γυναίκες της λευκής φυλής και των μεσαίων και ανώτερων τάξεων; Μήπως η έννοια της ταυτότητας, παρά την όποια σημασία της για τις ΛΟΑΤ πολιτικές διεκδικήσεις, αφενός δημιουργεί νέες συνθήκες κυριαρχίας και υποτέλειας και αφετέρου αναπαράγει τις σχέσεις εξουσίας που καθιστούν την ομοφυλοφιλία μειονοτική και υποτελή σε σχέση με την, υποτίθεται, πλειοψηφική και κυρίαρχη ετεροφυλοφιλία;
Επιχειρώντας να απαντήσουν σε αυτά τα ερωτήματα, οι περισσότερες εισηγήσεις υιοθετούν πολεμικό τόνο. Άλλωστε, όπως γνωρίζει ο ελάχιστα μυημένος αναγνώστης, το ίδιο το ακρωνύμιο «ΛΟΑΤΚ» μόλις και μετά βίας κρύβει την τεράστια ένταση που προκύπτει από την αναγκαστική συγκόλληση των αρχικών γραμμάτων που το απαρτίζουν, γράμματα που σηματοδοτούν διαφορετικές και σε μεγάλο βαθμό συγκρουόμενες έννοιες.
Τα ζητήματα αυτά είναι εξαιρετικά σύνθετα. Το βιβλίο δε φοβάται την πολυπλοκότητα αυτών των ζητημάτων και δεν απλουστεύει, αλλά ούτε και διώχνει τον καλοπροαίρετο αναγνώστη• αντιθέτως, τον προσελκύει να μπει στην καρδιά της σχετικής προβληματικής. Άλλωστε, ήδη από τον τίτλο του, το βιβλίο κάνει ένα παιχνίδι με την ορατότητα, όπως εύστοχα επισημάνθηκε κατά την πρόσφατη παρουσίαση του βιβλίου στο Booze: το ακρωνύμιο ΛΟΑΤΚ τοποθετείται στο όριο μεταξύ του ορατού και του αόρατου• αποκαλύπτει τα πάντα στον υποψιασμένο υποψήφιο αναγνώστη και κρύβει τα πάντα από τον ανυποψίαστο.
Με αυτή την έννοια λοιπόν, οι εισηγήσεις του βιβλίου επιχειρούν να αποδομήσουν το ακρωνύμιο ΛΟΑΤΚ του τίτλου. Συγκεκριμένα:
Η Βενετία Καντσά («Ορατά αόρατες / αόρατα ορατές: δύο όψεις της λεσβιακής παρουσίας στην Ελλάδα) αντιπαραθέτει στις λεσβιακές κοινότητες που διεκδίκησαν ιστορικά την ορατότητά τους στο ΛΟΑΤ κίνημα κάποιες άλλες κοινότητες γυναικών, που δεν συγκροτούνται με όρους δημόσιας ορατότητας και δεν υιοθετούν ταυτότητες, αλλά προσπαθούν να αρθρώσουν διαφορετικές ιστορίες για το φύλο, τη σεξουαλικότητα, την επιθυμία και τον εαυτό.
Η Άννα Αποστολίδου (Σωματικές συνάφειες: αγωνιστικά σώματα και αναδυόμενες συλλογικότητες στην ελληνική γκέι/ομοφυλοφιλική κοινότητα) μελετά τη σωματική παρουσία των ομοφυλόφιλων στο δημόσιο χώρο και τη σύνδεσή της με τη σεξουαλικότητα. Τι σημαίνει «έξω από τη ντουλάπα»;, αναρωτιέται η συγγραφέας. Σε ποιο χώρο εισέρχεται όποιος εξέρχεται από τη ντουλάπα; Πώς αυτή η έξοδος συνδέεται με την ταυτότητα, την επιθυμία και την πολιτική;
Η συλλογικότητα Τέρμιναλ 119 για την κοινωνική και ατομική αυτονομία («Τα καλιαρντά του Ηλία Πετρόπουλου: Η ορατότητα και το περιθώριο της ομοφυλοφιλικής εμπειρίας») βάζει στο μικροσκόπιο τη μελέτη για τα καλιαρντά του Ηλία Πετρόπουλου, ο οποίος ενέχει τη θέση ινδάλματος σε μεγάλο μέρος του αναρχικο-αντιεξουσιαστικού χώρου, και αναρωτιέται πάνω στη διπλή όψη του εγχειρήματός του: αν το στοίχημα του Πετρόπουλου ήταν να κάνει ορατούς τους ομοφυλόφιλους, τους οποίους έκρυβε στο περιθώριο ο κυρίαρχος εθνικιστικός λόγος, όμως ο Πετρόπουλος και ο πολιτικοί χώροι που τον αγαπούν, δεν αναδεικνύουν τους ομοφυλόφιλους όπως αυτοί είναι αλλά μόνο στο βαθμό που συνυπογράφουν τα πολιτικά προτάγματα αυτών των πολιτικών χώρων και, παραδόξως, όσο μένουν στο περιθώριο.
Η Λίνα Λαχανιώτη («Από τη λεσβιακή θεματική στο κουίρ: Η διαδρομή μιας εμπειρικής έρευνας») επεξεργάζεται τις αναπαραστάσεις λεσβιών στον κινηματογράφο, συγκρίνοντας την γκέι/λεσβιακή θεωρία, την οποία μοιάζει εν τέλει να θεωρεί ανεπαρκή, με την κουίρ θεωρία, προς την οποία προσανατολίζει το μελλοντικό ερευνητικό της έργο.
Ο Κωστής Σπηλιώτης και ο Γιώργος Χαλάτσης («Αναπαραστάσεις για το φύλο και τον σεξουαλικό προσανατολισμό στις ταυτότητες των ελληνικών ΛΟΑΤ ιστολογίων») ερευνούν τις αναπαραστάσεις της της σεξουαλικής ταυτότητας και του φύλου στο λόγο των ΛΟΑΤΚ ιστολόγων και καταλήγουν ότι «μεγάλο μέρος από τα λεσβιακά και γκέι ιστολόγια συχνά αναπαράγει αυστηρά καθορισμένες ταυτότητες και προσανατολίζεται συχνά προς την κυρίαρχη κουλτούρα, ακόμη και τις ετεροκανονικές της πλευρές».
Ο Κώστας Κανάκης («Η επιθυμία για την ταυτότητα και η ταυτότητα της επιθυμίας») μελετά την ομοερωτική επιθυμία και τη σεξουαλική ταυτότητα όπως αναπαριστώνται στις αγγελίες αναζήτησης σεξουαλικού συντρόφου στο διαδίκτυο κι επιχειρεί ν' αμφισβητήσει την πόλωση μεταξύ επιθυμίας και ταυτότητας (και επομένως μεταξύ κουίρ και γκέι θεωρίας), καθώς εμπεριέχονται εξίσου στον σεξουαλικό λόγο.
Ο Κώστας Γιαννακόπουλος («Πολιτισμικές εννοιολογήσεις της μοναξιάς: συγγένεια, κοινότητα και πολιτικές του ΛΟΑΤ κινήματος») επιχειρεί μια ιστορική αναδρομή στις ανδρικές ομοκοινωνικές συγγένειες τη δεκαετία του '70 και θέτει το ερώτημα αν η ορατότητα που προωθεί το αίτημα του γάμου ομοφύλων εντάσσεται στο πλαίσιο της αμφισβήτησης ή της αναπαραγωγής της ετεροκανονικότητας.
Η Άννα Αποστολέλη («Αναπαραστήσιμες ορατότητες και η πολιτική της ντουλάπας») αναρωτιέται μήπως το πρόταγμα της ορατότητας με όρους κάμινγκ άουτ υποτάσσεται στην κυρίαρχη ετεροκανονικότητα και αφορά μια συγκεκριμένη ομάδα με κυρίαρχα ταξικά και φυλετικά χαρακτηριστικά, δημιουργώντας νέες περιθωριοποιήσεις στους υπόλοιπους ομοφυλόφιλους.
Τέλος, η Αλεξάνδρα Χαλκιά («Κοινωνιολογία της σεξουαλικότητας, οι αρρενωπότητες και ο έμφυλος Δεκέμβρης») αναφέρεται στην ομοκανονικότητα του γκέι κινήματος και τις σχέσεις της κουίρ θεωρίας με το ρατσισμό και τον εθνικισμό, εξετάζοντας τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου και την εξέγερση που ακολούθησε μέσα από το πρίσμα της κυρίαρχης αρρενωπότητας, που αποτέλεσε το υπόρρητο διακύβευμα εκείνων των γεγονότων.
Καθώς το βιβλίο εκδίδεται σε μια εποχή ακραίας οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, αξίζει να γυρίσει κανείς πίσω στο χρόνο και να επιχειρήσει τη σύνδεση με μια άλλη ημερίδα, που έγινε τριάντα χρόνια πριν, το Νοέμβριο του 1982, στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Ήταν το ιδρυτικό συνέδριο του ΑΜΦΙ, του περιοδικού που έβγαζε το ΑΚΟΕ (Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλόφιλων Ελλάδας), και είχε τίτλο «Σεξουαλικότητες και πολιτική». Η σύμπτωση του τίτλου των δύο ημερίδων, και η σημερινή οικονομική, κοινωνική και πολιτική συγκυρία, μας επιβάλλουν να σκεφτούμε τη διαδρομή της ΛΟΑΤΚ θεωρίας και της ΛΟΑΤΚ δράσης μέσα στα τριάντα χρόνια που μεσολάβησαν. Το ΑΚΟΕ συστάθηκε με αφορμή το νομοσχέδιο που προωθούσε η τότε συντηρητική κυβέρνηση για να διώξει τις εκδιδόμενες τραβεστί, σε μια εποχή κατά την οποία το έιτζ δεν είχε κάνει την καταλυτική και τραγική εμφάνισή του.
Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, με μια συντηρητική και πάλι κυβέρνηση, το υπουργείο Υγείας και το υπουργείο Δημόσιας Τάξης, με την αγαστή συνεργασία του ΚΕΕΛΠΝΟ, βάζουν στο στόχαστρο οροθετικές εκδιδόμενες γυναίκες, τις διαπομπεύουν με τον πιο βάναυσο και απροκάλυπτο τρόπο και τις βάζουν στη φυλακή. Την ίδια στιγμή, μετανάστες γνωρίζουν καθημερινά το ανελέητο κυνηγητό ακροδεξιών ομάδων και πέφτουν θύματα ξυλοδαρμού και μαχαιρωμάτων• φανατικοί, με την αυτουργία μέρους της επίσημης Εκκλησίας, βανδαλίζουν το πράιντ της Θεσσαλονίκης• και ο δημόσιος ξυλοδαρμός μιας αριστερής γυναίκας επιβραβεύεται με υψηλά ποσοστά στη Βουλή, τη στιγμή που ακροδεξιοί φωνάζουν το σύνθημα «ρίξε Ηλία ξύλο στη λεσβία».
Όπως το έδειξε στο κείμενό της η Αλεξάνδρα Χαλκιά, τα ζητήματα της σεξουαλικότητας, της αρρενωπότητας, της ταυτότητας και της επιθυμίας υπήρξαν το άρρητο διακύβευμα των γεγονότων του Δεκέμβρη του 2008• αν εκείνος ο Δεκέμβρης ήταν το προοίμιο της σημερινής κρίσης, τα ζητήματα αυτά βρίσκονται στην καρδιά της σημερινής κρίσης. Πρέπει λοιπόν να αναρωτηθεί κανείς εκ νέου για την αποτελεσματικότητα των τριάντα χρόνων κειμένων και δράσεων γύρω από τα ΛΟΑΤΚ ζητήματα. Πρέπει να βρει κανείς τον τρόπο να συνεχίσει τη συζήτηση, να την συνδέσει ακόμη περισσότερο με την πολιτική σε συνθήκες κρίσης, να βρει τον τρόπο να περιλάβει στη συζήτηση όσους και όσες απειλούνται σήμερα. Η πλούσια ΛΟΑΤ κινηματική δράση και η σεξουαλική απελευθέρωση της Γερμανίας του μεσοπολέμου όπως άλλωστε και των ΗΠΑ εκείνης της περιόδου σχεδόν σβήστηκαν από το χάρτη χωρίς ν' αφήσουν ίχνος, για να ανακαλυφθούν πολύ αργότερα από τους ιστορικούς εν είδει ιστορικού παράδοξου. Είναι λοιπόν ζήτημα επιβίωσης. Ημερίδες όπως αυτές της Παντείου και βιβλία όπως αυτό που προέκυψε από την ημερίδα δείχνουν ένα δρόμο γι' αυτή την επιβίωση.